Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αιτιατική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αιτιατική είναι η πτώση που μεταχειριζόμαστε όταν θέλουμε να προσδιορίσουμε την αιτία, λόγω της οποίας κάποιο πτωτικό μέρος του λόγου, ενεργεί ή πάσχει.

Με χρήση της αιτιατικής απαντούμε στην ερώτηση ποιον;

Οι πτώσεις είναι στα Νέα Ελληνικά: η Ονομαστική, η Γενική, η Αιτιατική και η Κλητική. Στην αρχαιότητα υπήρχαν περισσότερες πτώσεις (Δοτική).

Τα πτωτικά μέρη του λόγου είναι: το Άρθρο, το Ουσιαστικό, το Επίθετο, η Αντωνυμία και η Μετοχή.

Το άμεσο αντικείμενο του ρήματος σχηματίζεται στην αιτιατική, ενώ με πρόθεση συν αιτιατική σχηματίζονται περιφραστικές πτώσεις που εκφράζουν έμμεσα αντικείμενα ρημάτων.

Η αιτιατική ήταν μία από τις πλάγιες πτώσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Από τα αρχαία χρόνια, η αιτιατική των ουδετέρων ήταν ίδια με την ονομαστική. Στα νέα ελληνικά η αιτιατική του ενικού των αρσενικών σε -ης και -ας σχηματίζεται με την αφαίρεση του σίγμα, ενώ στον πληθυντικό είναι ίδια με την ονομαστική. Το ίδιο ισχύει και για θηλυκά σε -ης. Για τα υπόλοιπα θηλυκά η αιτιατική είναι ίδια με την ονομαστική. Τέλος, για αρσενικά και θηλυκά σε -ος η αιτιατική του ενικού σχηματίζεται με την αφαίρεση του σίγμα, ενώ η κατάληξη -οι της ονομαστικής του πληθυντικού μετατρέπεται σε -ους. Για το άρθρο και τις προσωπικές αντωνυμίες ισχύουν τα ακόλουθα (ονομαστική / αιτιατική):

  • ο / το(ν) - οι / τους - η / τη(ν) - οι / τις
  • εγώ / εμένα - εμείς / εμάς - εσύ / εσένα - εσείς / εσάς