Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλφόνσος ΣΤ΄ του Λεόν και Καστίλης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλφόνσος ΣΤ΄ του Λεόν και Καστίλης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Alfonso VI (Ισπανικά), Afonso VI (Γαλικιανά) και Adefonsus (Λατινικά)
ΓέννησηΙουνίου 1040
Σαντιάγο δε Κομποστέλα
Θάνατος1  Ιουλίου 1109
Τολέδο
Τόπος ταφήςSahagún
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Γαλικίας[1][2][3]
Βασίλειο της Λεόν
Βασίλειο της Καστίλλης
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςγαλικιανή γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταηγεμόνας
πολεμιστής
Οικογένεια
ΣύζυγοςΑγνή της Ακουιτανίας (1069–1078)
Κωνσταντία της Βουργουνδίας (1079–1093)[4]
Θάιδα της Σεβίλλης (1100–1107)
Bertha of Leon (1093–1099)
Isabella, Queen of Leon (1100–1107)
Beatrix of Poitiers (1108–1109)
ΣύντροφοςΧιμένα Μουνιόθ
ΤέκναΕλβίρα της Καστίλης, κόμισσα της Τουλούζης
Θηρεσία του Λεόν
Ουρράκα του Λεόν
Σάντσο Αλφόνσεθ
Ελβίρα της Καστίλης (1100-1135)
Sancha of Castile
ΓονείςΦερδινάνδος Α΄ του Λεόν[5] και Σάντσα του Λεόν
ΑδέλφιαΣάντσο Β΄ της Καστίλης και Λεόν
Γκαρθία Β΄ της Γαλικίας
Ουρράκα της Θαμόρα
Ελβίρα του Τόρο
ΟικογένειαΟίκος των Χιμένεθ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜονάρχης του Βασιλείου της Λεόν (1065–1071)
Μονάρχης του Βασιλείου της Καστίλης (1072–1109)
Μονάρχης της Γαλικίας (1071–1072)
Μονάρχης του Βασιλείου της Λεόν (1072–1109)
Μονάρχης της Γαλικίας (1073–1109)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ ο γενναίος, ισπαν. Alfonso VI El Bravo (περί το 1040/1041 - 1 Ιουλίου 1109) από τον Οίκο των Χιμένεθ ήταν βασιλιάς τού Λεόν (1065 - 1072, 1072 - 1109) και μετά της Γαλικίας (1071 - 1109) & της Καστίλης (1092 - 1109), που τις ένωσε με το Λεόν.[6][7]

Ήταν ο δευτερότοκος γιος τού Φερδινάνδου Α΄, της Καστίλης & Λεόν τού Οίκου των Αστουριών-Λεόν και της Σάντσα του Λεόν κόρης τού Αλφόνσου Ε΄ του Λεόν. Μεγαλύτερη αδελφή του ήταν η Ουρράκα.

Ο νεαρός πρίγκιπας (infante) είχε καταγωγή από τη Ναβάρρα και την Καστίλλη.[8] Ο πατέρας του Φερδινάνδος Α΄ ήταν γιος τού Σάντσο Γ΄ της Παμπλόνα και της συζύγου του Μουνιαδόνα της Καστίλης, οι παππούδες του από μητέρα ήταν οι Αλφόνσος Ε΄ του Λεόν και η πρώτη σύζυγος του Ελβίρα Μενένδεθ).[9] Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε γεννήθηκε: ένας από τους συγγραφείς τού Ανωνύμου Χρονικού τού Σααγκούν αναφέρει ότι απεβίωσε 62 ετών, μετά από 44 έτη βασιλείας, άρα γεννήθηκε το β΄ ήμισυ τού 1047 ή το α΄ ήμισυ τού 1048.[10] Ο Πελάγιος τού Οβιέδο αναφέρει ότι ήταν 79 ετών, όταν απεβίωσε, αλλά τότε θα είχε γεννηθεί το 1030, πριν τον γάμο των γονιών του. Θεωρούμε ότι γεννήθηκε ενδιάμεσα, το 1040/1.[11]

Σύμφωνα με τη Σιωπηλή Ιστορία τού Λεόν το πρώτο τέκνο τού Φερδινάνδου Α΄, η Ουρράκα, γεννήθηκε όταν αυτός ήταν κόμης της Καστίλης, έτσι η γέννησή της μπορεί να τοποθετηθεί το 1033/4.[12] Το δεύτερο τέκνο του, ο Σάντσο Β΄ πρέπει να γεννήθηκε στο β΄ ήμισυ τού 1038 ή το 1039.[13] Το τρίτο τέκνο του, η Ελβίρα, θα γεννήθηκε το 1039/40, ο Αλφόνσος ΣΤ΄ το 1040/41 και ο Γκαρθία Β΄ το διάστημα 1041 - 24 Απριλίου 1043, οπότε ο Φερδινάνδος Α΄ σε δωρεά του προς το αββαείο τού Σαν Ανδρές δε Εσπιναρέδα αναφέρει τα πέντε τέκνα του.[13] Στις 26 Απριλίου 1046 όλα τα παιδιά του (εκτός της Ελβίρας) υπογράφουν ένα έγγραφο στη μονή τού Σαν χουάν Μπαουτίστα δε Κόριας.[13]

Όλα τα τέκνα του, κατά τη Σιωπηλή Ιστορία, μορφώθηκαν στις ελεύθερες Τέχνες (ρητορική, αρχαία ελληνικά, μαθηματικά, κ.ά.), ενώ οι γιοί του εκπαιδεύτηκαν επιπλέον στα όπλα, στην ιππασία και το κυνήγι.[14] Ο κληρικός Ραϊμούνδος ήταν υπεύθυνος για την εκπαίδευση τού Αλφόνσου ΣΤ΄. Όταν ο τελευταίος έγινε βασιλιάς, τον έκανε επίσκοπο της Παλένθια και αναφέρεται σε αυτόν ως τον "διδάσκαλό μου, ευγενή άνδρα με φόβο Θεού (magistro nostro, viro nobile et Deum timenti)".[14] Για να μάθει την τέχνη τού πολέμου και ό,τι έπρεπε για έναν ιππότη, θα πέρασε μεγάλες περιόδους στην Πεδινή Γη (Tierra de Campos) μαζί με τον Πέδρο Ανσούρεθ τού Οίκου των Μπανού Γκόμεθ.[14]

Διανομή του βασιλείου του πατέρα του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλφόνσος Η΄ ως δεύτερος γιος του βασιλέως της Λεόν και κόμης της Καστίλης δεν είχε προοπτικές να κληρονομήσει τον θρόνο.[8][13][15] Στα τέλη της χρονιάς, πιθανότατα στις 22 Δεκεμβρίου εκμεταλλεύτηκε την συγκέντρωση των ευγενών στην πρωτεύουσα του βασιλείου Λεόν για την καθιέρωση της Βασιλικής του Αγίου Ισιδώρου.[16] Ο Φερδινάνδος Α΄ συγκάλεσε Σύνοδο με την οποία αποφάσισε να μοιράσει το βασίλειο στους γιους του, ο στόχος ήταν να αποτρέψει εμφύλια σύγκρουση μετά τον θάνατο του.[17][18]

Ο ιστορικός Αλφόνσο Σάντσες Καντέιρα ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ο βασιλιάς αναγκάστηκε να μοιράσει το βασίλειο στους γιους του. Το βασικό κριτήριο ήταν κάθε γιος του να βασιλεύσει σε περιοχές που είχε εκπαιδευτεί στην παιδική του ηλικία και γνώριζε καλύτερα.[22]

Πρώτο μέρος (1065-1072) : Εγκατάσταση στον θρόνο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την στέψη του τον Ιανουάριο του 1066 στην πρωτεύουσα του βασιλείου Λεόν ο Αλφόνσος αντιμετώπισε τις απαιτήσεις του μεγαλύτερου αδελφού του Σάντσο που απαιτούσε να κληρονομήσει ολόκληρο το βασίλειο του πατέρα τους.[7] Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν με τον θάνατο της μητέρας τους Σάντσας (7 Νοεμβρίου 1067), ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα δύο αδέλφια που διατηρήθηκε 7 χρόνια.[23] Η πρώτη προστριβή έγινε στην "μάχη της Λαντάδα", τα δύο αδέλφια συμφώνησαν να υποστούν μια δίκη από δοκιμασία, ο νικητής θα κέρδιζε το βασίλειο του άλλου.[24] Ο νικητής ήταν ο Σάντσο αλλά ο Αλφόνσος δεν παρέδωσε το βασίλειο του, οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο αδέλφια παρέμειναν ωστόσο καλές, αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι ο Αλφόνσος παραβρέθηκε στους γάμους του Σάντσο με μια Αγγλίδα ευγενή την Αλβέρτα (26 Μάϊου 1069). Την μοναδική φορά που τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους ήταν όταν πραγματοποίησαν εκστρατεία με στόχο να μοιράσουν το Βασίλειο της Γαλικίας που κατείχε ο μικρότερος αδελφός τους Γκαρσία Β΄. Στον εμφύλιο που ακολούθησε όταν πέθανε ο Αλ-Μουζάφαρ για την διαδοχή της Τάιφα του Μπανταχόθ μπόρεσε να αποκτήσει σημαντικά οικονομικά κέρδη αν και η Τάιφα πέρασε υπό την εξουσία του Γκαρσία.[25] Ο Σάντσο Β΄ επιτέθηκε στην Γαλικία με την σύμφωνη γνώμη του Αλφόνσου ΣΤ΄ (1071).[6] Ο Γκαρσία ηττήθηκε, συνελήφθη στην Σανταρέμ και φυλακίστηκε στην Μπούργος, παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι την εξορία του στην Τάιφα της Σεβίλλης που κυβερνούσε ο Αλ-Μουταμίντ ιμπν Αμπάντ. Μετά την εξόντωση του αδελφού τους ο Σάντσο Β΄ και ο Αλφόνσο ΣΤ΄ ονόμασαν τους εαυτούς τους "βασιλείς της Γαλικίας" και έκλεισαν ειρήνη. Η ειρήνη διακόπηκε όταν ξέσπασε η "μάχη της Γκολπετζέρας" (12 Ιανουαρίου 1072).[26] Τα στρατεύματα του Σάντσο Β΄ νίκησαν, ο Αλφόνσος ΣΤ΄ δεν ανατράπηκε αλλά φυλακίστηκε στο Μπούργος, αργότερα μεταφέρθηκε στο "μοναστήρι της Σαχαγκούν" όπου ξυρίστηκε το κεφάλι του και φόρεσε ένα πέπλο.[27] Με την επέμβαση της αδελφής τους Ουρράκας ο Σάντσο και ο Αλφόνσος κατέληξαν σε συμφωνία, ο Αλφόνσος κατέφυγε στην Τάιφα του Τολέδο που κυβερνούσε ο Αλ-Μαμούν, τον συνόδευσαν ο παιδικός του φίλος Πέδρο Ανσούρεζ και τα μικρότερα αδέλφια του Γκονσάλο και Φερνάντο.[28]

Την εποχή που βρισκόταν στην εξορία στο Τολέδο ο Αλφόνσος ΣΤ΄ απέκτησε την υποστήριξη της αριστοκρατίας της Λεόν, τον υποστήριζε και η αδελφή του Ουρράκα που διέμενε στην Ζαμόρα, μια πόλη δώρο του πατέρα της.[29] Ο Σάντσο χρειαζόταν την Ζαμόρα, ζήτησε από την Ουρράκα να της ανταλλάξει την πόλη με άλλες, εκείνη το αρνήθηκε και ο Σάντσο ξεκίνησε την πολιορκία της.[29] Κατά την διάρκεια της πολιορκίας ο Σάντσο Β΄ δολοφονήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση ένας ευγενής της Ουρράκα προσποιήθηκε ότι την εγκατέλειψε και τον υποστηρίζει. Με την υπόσχεση να του δείξει τα στενά περάσματα της πόλης για να την καταλάβει τον απέσυρε από την φρουρά του, τον απομόνωσε και τον θανάτωσε.[30] Δεν είναι βέβαιο ότι τον έριξε στην παγίδα επειδή ο Σάντσο Β΄ θανατώθηκε στο πεδίο της μάχης, το βέβαιο είναι ότι τον απέσπασε από την φρουρά του ενώ πολεμούσε. Ο βίαιος θάνατος του Σάντσο Β΄ χωρίς γιους έδωσε το δικαίωμα στον Αλφόνσο ΣΤ΄ το δικαίωμα να κληρονομήσει ολόκληρο το βασίλειο του πατέρα του. Ο διάσημος Ελ Σιντ, ο γενειοφόρος ιππότης οπαδός του Σάντσο Β΄ βρισκόταν στο πεδίο της μάχης αλλά ο ρόλος του είναι άγνωστος. Η συμμετοχή του Αλφόνσου ΣΤ΄ στο περιστατικό είναι αβέβαιη επειδή εκείνη την στιγμή βρισκόταν μακριά από το σημείο της δολοφονίας.[31] Πιστεύουν όλοι ωστόσο ότι είχε και αυτός την συμμετοχή του αφού θα έμενε ο μελλοντικός κληρονόμος, η συμμετοχή αυτή αναφέρεται συχνά σε μετέπειτα θρύλους και μυθιστορήματα σχετικά με τον Ελ Σιντ.[31][32] Ο θρύλος λέει ότι ο Ελ Σιντ ζήτησε από τον Αλφόνσο να ορκιστεί ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή στην δολοφονία του αδελφού του, εκείνος το αρνήθηκε και από τότε οι σχέσεις τους ήταν τεταμένες, ο Αλφόνσος ΣΤ΄ προσπάθησε να τον καλοπιάσει προτείνοντας του να τον παντρέψει με μια πλούσια ευγενή αλλά εκείνος το αρνήθηκε. Τα γεγονότα αυτά στάθηκαν αιτία να δημιουργηθούν οι μετέπειτα θρύλοι, οι σύγχρονοι ιστορικοί αρνούνται ωστόσο το περιστατικό.[33] Ο θάνατος του Σάντσο Β΄ επέτρεψε στον μικρότερο αδελφό του Γκαρσία Β΄ να ανακτήσει τον θρόνο του. Την επόμενη χρονιά ωστόσο (13 Φεβρουαρίου 1073) ο Αλφόνσος ΣΤ΄ κάλεσε τον Γκαρσία σε μια συνάντηση, τον έριξε στην παγίδα και τον φυλάκισε.[34][35] Ο Γκαρσία παρέμεινε φυλακισμένος 17 χρόνια μέχρι τον θάνατο του (27 Μαρτίου 1090).[35]

Δεύτερο μέρος (1072-1086) : Εδαφική επέκταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ απόλυτος κυρίαρχος πλέον εξασφάλισε την πίστη του κλήρου και των ευγενών.[34] Μόλις εγκαταστάθηκε στον θρόνο πήρε σύμφωνα με την παράδοση των Γότθων τον τίτλο του "αυτοκράτορα". Τα επόμενα 14 χρόνια ασχολήθηκε με την επέκταση των εδαφών του μέχρι που πήρε τον τίτλο του "βασιλιά της Ισπανίας" (1072).[36] Συμμάχησε με τον βασιλιά της Τάιφα του Τολέδο Αλ-Μαμούν εναντίον του Ζηρίδη βασιλιά της Τάιφας της Γρανάδας Άμπντ Αλλάχ, κατέλαβε το στρατηγικής σημασίας κάστρο Αλκάλα λα Ρεάλ.[37] Όταν πέθανε ο Σάντσο Δ΄ της Παμπλόνα (1076) η αριστοκρατία της Ναβάρρας αποφάσισε ότι δεν θα κληρονομήσει τον θρόνο ο γιος του που ήταν ακόμα ανήλικος αλλά ένας από τους εγγονούς του Γκαρθία Σάντσεθ Γ΄ της Παμπλόνα. Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας εισέβαλαν στο Βασίλειο της Ναβάρρας. Με την μεταξύ τους συμφωνία ο Σάντσο Ραμίρεθ πήρε τον τίτλο του βασιλιά της Ναβάρρας, ο Αλφόνσος ΣΤ΄ προσάρτησε συνοριακές περιοχές όπως την Άλαβα και την Γκιπούθκοα και πήρε τον τίτλο του "αυτοκράτορα όλης της Ισπανίας".[38] Η μεγάλη εδαφική επέκταση του Αλφόνσου ΣΤ΄ σε βάρος των μουσουλμανικών κρατιδίων της Ταϊφά του έφεραν μεγάλο οικονομικό κέρδος με τα έσοδα από τα κράτη μέσω του συστήματος της παρίας, τα Μουσουλμανικά κράτη υποτάχθηκαν υπό τον κίνδυνο στρατιωτικής εισβολής. Ανέκτησε τις παρίας του Τολέδο (1074), την ίδια χρονιά με την βοήθεια στρατευμάτων της πόλης έκοψε δέντρα από το έδαφος της Ταϊφά της Γρανάδας που ξεκίνησε επίσης να του πληρώνει φόρους.[39] Ο εμίρης της Σαραγόσας που ήθελε να κατακτήσει την Βαλένθια χωρίς να ενοχληθεί από τον Αλφόνσο ΣΤ΄ του υποσχέθηκε να του πληρώσει παρίας.[40] Αργότερα (1079) κατέκτησε την Κόρια.[41] Την ίδια περίοδο αντιμετώπισε ένα αποτυχημένο κίνημα σε βάρος του που έμεινε γνωστό σαν "προδοσία της Ρουέντα", δέχτηκε νέα ότι ο κυβερνήτης του κάστρου "Ρουέντα ντα Ζαλόν" αποφάσισε να δώσει παρίας στον βασιλιά της Λεόν. Τα στρατεύματα του Αλφόνσου ΣΤ΄ μπήκαν στο κάστρο, έπεσαν στην παγίδα και πολλοί σημαντικοί ευγενείς του βρήκαν τον θάνατο.[42][43]

Ο βασιλιάς της Ταϊφά του Τολέδο Άλ-Μαμούν υποτελής και φίλος του Αλφόνσου πέθανε δηλητηριασθείς στην Κόρδοβα, τον διαδέχθηκε ο εγγονός του Αλ-Καντίρ που ζήτησε την βοήθεια του βασιλιά της Λεόν για να καταστείλει μια εξέγερση εναντίον του. Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ βρήκε την ευκαιρία να πολιορκήσει το Τολέδο που τελικά έπεσε (25 Μάϊου 1085), ο Αλ-Καντίρ έχασε τον θρόνο του και απεστάλη στην Ταϊφά υπό την προστασία του Αλβάρ Φάνιες. Για να κατορθώσει να συλλέξει τις παρίας που ανήκαν στην πόλη κάτι που είχε αποτύχει την προηγούμενη χρονιά πολιόρκησε την άνοιξη του 1086 την Σαραγόσα.[44] Η Βαλένθια δέχτηκε την βασιλεία του Αλ-Καντίρ, η Σάτιβα αρχικά αντιστάθηκε και ζήτησε την βοήθεια των βασιλέων της Τορτόζα και της Λιέιδα, τελικά υποτάχθηκε. Οι επιδρομές απέτυχαν, οι επιδρομείς αποσύρθηκαν υπό την ενόχληση των στρατευμάτων του Αλβάρ Φάνιες.[39] Μετά τις επιτυχίες αυτές ο Αλφόνσος ΣΤ΄ ανακηρύχτηκε "αυτοκράτορας των δύο θρησκειών, οικοδόμησε ένα μεγάλο τζαμί για τους μουσουλμάνους στο οποίο επέτρεψε να εκτελούν τις θρησκευτικές τους δραστηριότητες. Οι πράξεις αυτές ανακλήθηκαν από τον νεοδιοριζόμενο αρχιεπίσκοπο του Τολέδο την εποχή που απουσίαζε ο βασιλιάς από την πόλη, τον βοήθησε η βασίλισσα Κωνσταντία της Βουργουνδίας. Η κατοχή του Τολέδο έδωσε την δυνατότητα στον Αλφόνσο ΣΤ΄ να κερδίσει τον τίτλο του βασιλιά του Τολέδο και να τον ενσωματώσει με τους υπόλοιπους τίτλους του, συνέχισε να καταλαμβάνει πόλεις όπως η Ταλαβέρα ντε λα Ρέινα και ισχυρά φρούρια όπως "το κάστρο του Αλέντο". Κατέλαβε επίσης χωρίς αντίσταση την σημερινή Μαδρίτη (1085), πιθανότατα με συνθηκολόγηση των κατοίκων της. Η ενσωμάτωση ολόκληρης της περιοχής ανάμεσα στο Κεντρικό Σύστημα και τον ποταμό Τάγο τον βοήθησε να την χρησιμοποιήσει σαν βάση των επιχειρήσεων για το βασίλειο της Λεόν, από εκεί θα συνεχίσει της επιθέσεις στην Ταϊφά της Κόρδοβα, την Σεβίλλη, την Μπαδαχόθ και την Γρανάδα.

Τρίτο μέρος (1086-1109) : Η επίθεση των Αλμοραβίδων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατάκτηση της στρατηγικής σημασίας Ταϊφάς του Τολέδο και οι υπόλοιπες κατακτήσεις του έδωσαν στον Αλφόνσο ΣΤ΄ το μεγαλύτερο πλεονέκτημα στην Ιβηρική.[45] Οι Μαυριτανοί ανησύχησαν, οι αμυνόμενες Ταϊφές κάλεσαν σε βοήθεια τον Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν, τον Αλμοραβίδη Εμίρη που κυβερνούσε την Μαγκρέμπ.[46] Στα τέλη του Ιουλίου του 1086 ο Αλμοραβίδες πέρασαν το Στενό του Γιβραλτάρ και στρατοπέδευσαν στο Αλχεθίρας.[47] Οι Αλμοραβίδες ενώθηκαν με τις αμυνόμενες Ταϊφές στην Σεβίλλη και βάδισαν στην Εστρεμαδούρα, στην "Μάχη του Σαγράχας" (23 Οκτωβρίου 1086) αντιμετώπισαν τις δυνάμεις του Αλφόνσου ΣΤ΄.[48][49] Ο Αλβάρ Φάνιες που ζούσε στην Βαλένθια κλήθηκε και ενώθηκε με τις δυνάμεις του βασιλιά.[47] Η μάχη έληξε με ήττα των χριστιανικών δυνάμεων που επέστρεψαν στο Τολέδο για να το υπερασπίσουν.[46][50] Ο Εμίρης δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την νίκη, επέστρεψε στην Αφρική επειδή πέθανε ο γιος του.[51] Με την νίκη αυτή θα ξεκινήσει μια νέα εποχή στην Ιβηρική που θα επικρατήσουν οι Μαυριτανοί, ο Αλφόνσος ΣΤ΄ θα βρίσκεται σε αμυντική θέση απέναντι τους, θα διατηρήσει ωστόσο το Τολέδο, το στρατηγικό σημείο για τις επιθέσεις του.[51] Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ κάλεσε την Ευρώπη σε Σταυροφορία κατά των Αλμοραβιδών που κατείχαν σχεδόν όλη την Ιβηρική εκτός από το Τολέδο, συμφιλιώθηκε με τον Ελ Σιντ που έφτασε στο Τολέδο στις αρχές του 1087.[50] Οι Μαυριτανοί λόγω της νίκης τους διέκοψαν την πληρωμή των παριάς.[50] Ο Ελ Σιντ θα κατορθώσει ωστόσο τα επόμενα δύο χρόνια να υποτάξει τις επαναστατημένες Ταϊφάς.[52] Η Σταυροφορία δεν θα πραγματοποιηθεί θα έρθει ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων ευγενών στην Ιβηρική. Ανάμεσα τους ήταν ο Ραυμόνδος και ο Ερρίκος της Βουργουνδίας που θα παντρευτούν αντίστοιχα τις κόρες του Αλφόνσου ΣΤ΄ Ουρράκα (1090) και Τερέζα (1094), ο Οίκος της Ιβρέας και ο Οίκος των Καπετιδών θα εγκατασταθούν στην Ιβηρική.[53] Μερικοί από τους Σταυροφόρους θα προσπαθήσουν ανεπιτυχώς τον χειμώνα του 1087 να πολιορκήσουν την Τοντέλα πριν οπισθοχωρήσουν.[50][54] Την ίδια χρονιά ο βασιλιάς μπόρεσε να καταπνίξει μια εξέγερση που είχε στόχο να ελευθερωθεί ο αδελφός του Γκαρσία Β΄.[55]

Ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν διέσχισε για δεύτερη φορά το Στενό του Γιβραλτάρ (1088) αλλά ηττήθηκε στην πολιορκία του Αλέντο, πολλοί από τους βασιλείς των Ταϊφές τον εγκατέλειψαν. Την επόμενη φορά που ήρθε ο Εμίρης στην χερσόνησο τους εκθρόνισε και παρέμεινε ο ίδιος μοναδικός κυβερνήτης στην Αλ-Άνταλους.[56] Μετά την ήττα των Μουσουλμάνων στην Αλέντο ο Αλφόνσος ΣΤ΄ ήταν έτοιμος να συλλέξει ξανά τις παρειάς, απείλησε τον κυβερνήτη της Γρανάδας ότι θα κόψει τα δέντρα και πήγε στην Σεβίλλη να την υποτάξει ξανά.[57] Ο κυβερνήτης της Γρανάδας αποστάτησε από τον Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν και ο Αλφόνσος ΣΤ΄ του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει να ξαναπάρει τον θρόνο του με αντάλλαγμα την υποταγή του.[58] Οι Αλμοραβίδες προχώρησαν σε τρίτη επίθεση τον Ιούνιο του 1090, εκθρόνισαν τον βασιλιά της Γρανάδας, νίκησαν τον βασιλιά της Κόρντομπα, μπήκαν στην Σεβίλλη και έστειλαν τον βασιλιά Αλ Μουατάμιντ εξορία.[48] Το δεύτερο μισό του χρόνου όλες οι νότιες Ταϊφές είχαν κατακτηθεί από τους Αλμοραβίδες και ο Αλφόνσος ΣΤ΄ δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του στον βασιλιά της Σεβίλλης.[56] Ο βασιλιάς ηττήθηκε σε όλα τα μέτωπα, στα ανατολικά δεν μπόρεσε να κατακτήσει την Τορτόζα λόγω της καθυστέρησης της άφιξης του Γενοβέζικου στόλου που θα συμμετείχε στην πολιορκία. Ο Αλ Κουαντίρ εκθρονίστηκε σε εξέγερση και έχασε την στήριξη της νύφης του βασιλιά της Σεβίλλης. Η συμμαχία του με τον βασιλιά της Μπανταχόθ στα νότια δεν εμπόδισε τους Μουσουλμάνους να κατακτήσουν την περιοχή.[59] Χάρη σε αυτή την συμμαχία ο Αλφόνσος ΣΤ΄ πήρε δώρα την Λισαβόνα, την Σίντρα και την Σανταρέμ. Τον Νοέμβριο του 1094 έχασε τις πόλεις όταν ο γαμπρός του Ραϋμόνδος της Βουργουνδίας ηττήθηκε από τους Αλμοραβίδες που είχαν μόλις καταλάβει την Μπανταχόθ.[59] Το μόνο ευχάριστο νέο για τον Αλφόνσο ΣΤ΄ ήταν η ανακατάληψη της Βαλένθιας τον Ιούνιο από τον Ελ Σιντ που νίκησε τους Αλμοραβίδες στην "μάχη του Κουαρτέ". Η νίκη αυτή θα σφραγίσει τα ανατολικά σύνορα για μια δεκαετία.[59]

Η τελική επικράτηση των Αλμοραβιδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά ο Αλφόνσος ΣΤ΄ μπόρεσε να υποτάξει μια συνομωσία των γαμπρών του Ραυμόνδου και Αλφόνσου που σχεδίαζαν να διαιρέσουν το βασίλειο μετά τον θάνατο του.[60] Με στόχο να στρέψει τον έναν απέναντι στον άλλον παρέδωσε στον Ερρίκο και την Τερέζα την Κομητεία της Πορτογαλίας που κυβερνούσε μέχρι τότε ο Ραυμόνδος.[60] Τα εδάφη έφταναν από τον ποταμό Μίνχο μέχρι την Σανταρέμ, η διακυβέρνηση του Ραυμόνδου περιορίστηκε μόνο στην Ισπανική Γαλικία.[61] Με την πράξη αυτή "τα ξαδέλφια από σύμμαχοι έγιναν εχθροί, ο καθένας αναζητούσε για τον εαυτό του την εύνοια του βασιλιά σε βάρος του άλλου".[62] Ακολούθησε η τέταρτη επίθεση των Αλμοραβιδών.[60] Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ έμαθε τα νέα την ώρα που βρισκόταν στην Σαραγόσα για να βοηθήσει τον υποτελή του βασιλιά στην σύγκρουση που είχε με τον Πέτρο Α΄ της Αραγωνίας. Ο στρατός των Αλμοραβιδών νίκησε ξανά τους χριστιανούς σε μάχη κοντά στο Τολέδο (15 Αυγούστου 1097) ολοκληρώνοντας την παρακμή του στρατού του Αλφόνσου ΣΤ΄ που είχε ξεκινήσει με την "Μάχη του Σαγράχας" (1086). Την επόμενη χρονιά οι Αλμοραβίδες κατέκτησαν έναν μεγάλο αριθμό από κάστρα τα οποία υπεράσπιζαν το Τολέδο και την γύρω περιοχή αλλά απέτυχαν να κατακτήσουν την ίδια την πόλη.[63] Ο γαμπρός του Ερρίκος της Βουργουνδίας υπερασπιζόταν το Τολέδο στην θέση του βασιλιά που βρισκόταν στην Βαλένθια για να επιθεωρήσει τις άμυνες της πόλης, ο Ελ Σιντ είχε πεθάνει την προηγούμενη χρονιά και κυβερνούσε την πόλη η χήρα του Χιμένα.[63] Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ έστειλε στρατό να βοηθήσει την Βαλένθια απέναντι στην απειλή των Αλμοραβιδών (1102).[63]

Η μάχη που έγινε κοντά στην Βαλένθια κατέληξε χωρίς ξεκάθαρη νίκη αλλά ο Αλφόνσος ΣΤ΄ αποφάσισε να παραδώσει την πόλη επειδή ήταν πολύ ψηλό το κόστος να την διατηρήσει.[63] Τον Μάρτιο ο Αλφόνσος ΣΤ΄ επέβλεψε την εκκένωση της Βαλένθια, τον Απρίλιο την έκαψε και τον Μάιο οι Αλμοραβίδες παρέλαβαν τα ερείπια της.[63] Την ίδια χρονιά επείκησε την Σαλαμάνκα για να προστατεύσει την Κόρια και την Άβιλα, δύο πόλεις που φρουρούσαν το ορεινό πέρασμα για την Σαλαμάνκα, ήθελε να προετοιμαστεί σε περίπτωση πιθανής απώλειας του Τολέδο.[64] Πολιόρκησε και κατέκτησε άλλο ένα στρατηγικό σημείο (1104) για να προστατεύσει το Τολέδο σε επίθεση από τα ανατολικά, κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Χαλόν.[65] Οι Αλμοραβίδες συνέχισαν τις σκληρές επιθέσεις (1104, 1105) και έφτασαν μέχρι την Μάλαγα (1106), επέστρεψαν με πολλούς Μοζάραβες που εγκαταστάθηκαν στην Ιβηρική.[65] Ο Αλμοραβίδης βασιλιάς της Κόρδοβας και ο γιος του Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επιτέθηκαν ξανά στις χριστιανικές περιοχές, ο στόχος τους αυτή την φορά δεν ήταν το Τολέδο αλλά η Ουκλές.[66][67] Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ βρισκόταν στην Σαχαγκούν ηλικιωμένος αλλά ξαναπαντρεμένος, δεν μπορούσε να ιππεύσει χάρη σε κάποιο παλιό τραύμα. Ο διοικητής του στρατού του ήταν ο Αλβάρ Φάνιες, στην μάχη τους συνόδευσε και ο μοναδικός γιος και διάδοχος του βασιλείου Αλφόνσο Σάντσεθ.[66][67] Οι στρατοί συναντήθηκαν στην "μάχη του Ουκλές" (29 Μαίου 1108) και οι χριστιανοί υπέστησαν άλλη μια συντριπτική ήττα, ο διάδοχος Αλφόνσο Σάντσεθ έπεσε στην μάχη. Το αποτέλεσμα της τελικής ήττας ήταν η Ρεκονκίστα να διακοπεί 30 χρόνια και η Κομητεία της Πορτογαλίας να ανεξαρτητοποιηθεί με τον γαμπρό του Ερρίκο.[66][67]

Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ ήδη ηλικιωμένος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα διαδοχής.[68] Η Μπέρθα πέθανε στα τέλη του 1099 χωρίς να του κάνει τον διάδοχο, αμέσως μετά ο Αλφόνσος ΣΤ΄ παντρεύτηκε την Ισαβέλλα που του έδωσε δύο κόρες αλλά όχι γιους.[69] Στις 1 Μαρτίου 1105 γεννήθηκε ο εγγονός του Αλφόνσος Ζ΄ του Λεόν και της Καστίλης από την Ουρράκα και τον Ραϋμόνδο της Βουργουνδίας, αμφισβητήθηκε η διαδοχή του Σάντσο Αλφόνσεθ, του γιου του βασιλιά από την τελευταία σύζυγο του την παλλακίδα Θάιδα της Σεβίλλης.[69] Ο Μοντενέγκρο πιστεύει ότι ο Αλφόνσος ΣΤ΄ νομιμοποίησε σαν διάδοχο του τον Σάντσο Αλφόνσεθ σε Σύνοδο τον Ιανουάριο του 1103, από τότε ο Σάντσο υπέγραφε βασιλικά διατάγματα σε βάρος των γαμπρών του Ερρίκου και Ραϋμόνδου της Βουργουνδίας.[70] Τον Μάιο του 1170 αναγνώρισε επίσημα σαν διάδοχο τον Αλφόνσο σε Σύνοδο που συνεκλήθη στην Λεόν παρά τις αντιδράσεις των θυγατέρων του και των γαμπρών του.[71] Η κατάσταση βελτιώθηκε τον Σεπτέμβριο με τον θάνατο του Ραϋμόνδου της Βουργουνδίας, η Ουρράκα έγινε κυρίαρχη στην Γαλικία με την συμφωνία ότι αν παντρευτεί ξανά θα περάσει η κυριαρχία στον γιο της.[72][73] Ο Σάντσο Αλφόνσεθ έπεσε σε ηλικία 14 ετών στην "μάχη του Ουκλές" (29 Μάϊου 1108) αφήνοντας τον Αλφόνσο ΣΤ΄ χωρίς γιο να τον διαδεχτεί. Ο Αλφόνσος ΣΤ΄ πάντρεψε στα τέλη του 1108 ξανά την μεγαλύτερη κόρη του Ουρράκα με τον αντίπαλο του και διάσημο πολεμιστή Αλφόνσο.[66] Ο γάμος γιορτάστηκε μεγαλοπρεπώς αλλά δεν έφερε την σταθερότητα, ο εμφύλιος συνεχίστηκε σκληρά την επόμενη οκταετία.[74]

Ο Αλφόνσος ΣΤ΄απεβίωσε στο Τολέδο (1 Ιουλίου 1109).[6] Ο βασιλιάς ήρθε στην πόλη με στόχο να την υπερασπιστεί από μια πιθανή επίθεση των Αλμοραβιδών.[74] Το σώμα του μεταφέρθηκε στην περιοχή του Σαχαγκούν και τάφηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες του ίδιου του μονάρχη στο βασιλικό μοναστήρι του Σαν Μπενίτο.[6] Τα οστά του βασιλιά τοποθετήθηκαν σε ένα πέτρινο φέρετρο, στους πόδες της εκκλησίας του βασιλικού μοναστηριού. Ο Σάντσο Δ΄ της Καστίλης θεώρησε την τοποθεσία σαν απρεπή και μετέφερε τα οστά στο εσωτερικό του ναού δίπλα από αυτά της ξαδέλφης του Βεατρίκης κυρίας του Λος Κάμερος, πατέρας της ήταν ο Ινφάντης Φρειδερίκος της Καστίλης που εκτελέστηκε υπό τις διαταγές του αδελφού του βασιλιά Αλφόνσου του Σοφού (1277).[75] Ο τύμβος που περιείχε τα οστά του βασιλιά και είναι τώρα εξαφανισμένος στηριζόταν σε αλαβάστρινα λιοντάρια και ήταν ένα μεγάλο τόξο από λευκό μάρμαρο 8 πόδια μήκος και 4 πλάτος και ύψος, ήταν καλυμμένος με ένα με ένα απαλό μαύρο ύφασμα. Ο τάφος ήταν καλυμμένος με μια ασημένια κουβέρτα που είχε κατασκευαστεί στην Φλάνδρα, είχε την εικόνα του βασιλιά με το στέμμα και στεφανωμένου, την αναπαράσταση των συμβόλων της Καστίλης και της Λεόν και έναν σταυρό στην κεφαλή του τάφου.[75] Ο τάφος που περιείχε τα οστά του βασιλιά καταστράφηκε στην διάρκεια μιας πυρκαγιάς που ξέσπασε στο βασιλικό μοναστήρι του Σαν Μπενίτο (1810). Τα οστά του βασιλιά και των συζύγων του που διασώθηκαν συλλέχθηκαν και διατηρήθηκαν μέχρι την εποχή που εκδιώχθηκαν οι μοναχοί (1821), ο ηγούμενος τα τοποθέτησε στον νότιο τοίχο, τον Ιανουάριο του 1835 τοποθετήθηκαν ξανά σε νέο παρεκκλήσι μαζί με αυτά των συζύγων του.[75]

Οι πληροφορίες των συζύγων του προέρχονται από το Χρονικό των βασιλέων τού Λεόν (Chronicon regum Legionensium) τού Πελάγιου τού Οβιέδο. Ο Αλφόσος ΣΤ΄ νυμφεύτηκε πρώτα το 1073/4 την Αγνή των Πουατιέ, κόρη τού Γουλιέλμου Η΄ δούκα της Ακουιτανίας. Η Αγνή εμφανίζεται στα έγγραφα με τον σύζυγό της ως το 1077 και απεβίωσε το 1078. Ίσως, λόγω έλλειψης τέκνων, να την είχε αποκηρύξει το 1077.

Έπειτα ο Αλφόνσος ΣΤ΄ έκανε σχέση με την ευγενή Χιμένα Μουνιόθ. Από την παλλακίδα αυτή είχε τέκνα:

Το επιτάφιο επίγραμμα της Χιμένεθ Μόυνιοθ, παλλακίδας τού βασιλιά: Είμαι η Χιμένα, που τα πλούτη μου, η καταγωγή μου, το ήθος μου και η καλή ανατροφή μου με έφεραν στον θάλαμο τού βασιλιά Αλφόνσου. Ήμουν ερωμένη του και ο Θεός με προστάτευσε από την τιμωρία που άξιζα. Ο Άδης, που αδήριτα φθείρει τα πάντα, με ανάγκασε να πληρώσω με θάνατο το έτος 1128.

Το 1079 έκανε δεύτερο γάμο με την Κωνσταντία των Καπετιδών, κόρη τού Ροβέρτου Α΄ 1ου δούκα της Βουργουνδίας. Εκτός από πέντε τέκνα που απεβίωσαν νωρίς, είχε τέκνο:

Μετά η Ουρράκα παντρεύτηκε τον 2ο εξάδελφό της Αλφόνσο Α΄ των Χιμένεθ της Παμπλόνα & Αραγωνίας, τον οποίο χώρισε.

Η Κωνσταντία απεβίωσε το 1093 και ο Αλφόνσος ΣΤ΄ έκανε παλλακίδα τη Θάιδα της Σεβίλλης (Zaida), χήρα τού Αμπού Νασρ Αλ-Φατχ αλ-Μαμούν κυβερνήτη της Ταΐφα στην Κόρδοβα. Το 1091 οι Αλμοραβίδες πολιόρκησαν την Κόρδοβα και ο Αμπού Νασρ είχε στείλει την σύζυγό του και τα τέκνα του στο Αλμοδόβαρ δελ Ρίο για προφύλαξη. Στην πολιορκία σκοτώθηκε ο Αμπού Νασρ και η Θάιδα ζήτησε προστασία στην Αυλή τού Λεόν, που με τα τέκνα της μεταστράφηκαν στον χριστιανισμό. Η ίδια βαπτίστηκε Ισαβέλλα και έγινε ερωμένη του. Είχαν τέκνο:

  • Σάντσο Αλφόνσεθ π. 1093-1108, διάδοχος ως μόνος γιος τού Αλφόνσου ΣΤ΄. Σκοτώθηκε 14 ετών στη μάχη τού Ουκλές.

Άλλα δύο χρονικά την αναφέρουν ως παλλακίδα· το Περί των Ισπανικών πραγμάτων τού Ροδρίγο Χιμένεθ δε Ράδα αρχιεπισκόπου τού Τολέδο την αναφέρει ως σύζυγο. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν, ότι την νυμφεύτηκε το 1100 και έτσι νομιμοποίησε τον διάδοχό του· είναι η 4η σύζυγός του Ισαβέλλα, μητέρα της Σάντσα και της Ελβίρα, που αναφέρουν οι πηγές, οι οποίες προσπάθησαν να τη διαχωρίσουν από τη Μαυριτανή Θάιδα. Πράγματι μετά τον 4ο γάμο του με την Ισαβέλλα, ο γιος του Σάντσο αρχίζει να επικυρώνει βασιλικά καταστατικά, πράγμα που δεν θα άφηνε η Ισαβέλλα, αν δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τη Θάιδα. Το 1107 ο Αλφόνσος ΣΤ΄ χορήγησε μερικούς fueros (ειδικούς νόμους) και πράξεις "μαζί με τη σύζυγό μου Ισαβέλλα και τον γιο μας Σάντσο (cum uxore mea Elisabet et filio nostro Sancio)". Είναι το μόνο έγγραφο, που αναφέρει τον Σάντσο ως γιο τους· τα υπόλοιπα αν και υπογράφει η Ισαβέλλα, ο Σάντσο αναφέρεται ως γιος εκείνου μόνο.

Ο ιστορικός Reilly θεωρεί, πως ο Αλφόνσος ΣΤ΄ ακύρωσε τον 4ο γάμο του με την Ισαβέλλα και νυμφεύτηκε τη Θάιδα για να νομιμοποιήσει τον Σάντσο, δηλ. οι δύο γυναίκες είναι διαφορετικά πρόσωπα. Οι ιστορικοί Ραμόν Μενένδεθ Πιδάλ και Εβαρίστ Λεβί-Προβενσάλ απορρίπτουν τον γάμο του με την θάιδα.

Το 1106 ο Αλφόνσος ΣΤ΄ επικύρωσε δωρεά στη μονή Λορενθάνα: "με τη σύζυγό μου Ισαβέλλα βασίλισσα από νόμιμο γάμο (eiusdemque Helisabeth regina sub maritali copula legaliter aderente)". Η αναφορά αυτή θεωρείται απόδειξη από μερικούς ιστορικούς τού γάμου του με τη Θάιδα/Ισαβέλλα, ενώ άλλοι τη θεωρούν "λογοτεχνική και διακοσμητική", διότι η 4η σύζυγός του Ισαβέλλα, σύμφωνα με το επιτάφιο επίγραμμα, απεβίωσε το 1107. Η κόρη του Ουρράκα, σε δωρεά ιδιοκτησιών στον καθεδρικό τού Τολέδου το 1115, αναφέρει μόνο μία Ισαβέλλα ως σύζυγο τού πατέρα της.

Το 1093 ο Αλφόνσος ΣΤ΄ έκανε τρίτο γάμο με τη Μπέρτα. Ο γενεαλόγος Σάμπολτε ντε Βάιαϊ εκτιμά από το όνομα, ότι θα πρέπει να είναι η κόρη τού Αμεδαίος Β΄ κόμη της Σαβοΐας, με ομώνυμη θεία, εξαδέλφη και προγιαγιά. Το 1099 επικυρώνει βασιλικό δίπλωμα, ενώ το 1100 ο βασιλιάς υπογράφει μόνος του δωρεά, οπότε η Μπέρτα θα απεβίωσε το ενδιάμεσα.

Ο τέταρτος γάμος του ήταν με την Ισαβέλλα. Από το επιτάφιο επίγραμμά της εκτιμάται, πως ήταν κόρη ενός Λουδοβίκου βασ. της Γαλλίας, μάλλον τού Λουδοβίκου ΣΤ΄, γιού τού Φιλίππου Α΄ (εξαδέλφου της Κωνσταντίας, δεύτερης συζύγου τού Αλφόνσου ΣΤ΄) ή ίσως Βουργουνδικής καταγωγής. Το αν ταυτίζεται με τη Θάιδα της Σεβίλλης (που βαπτίστηκε Ισαβέλλα) είναι θέμα που απασχόλησε αιώνες τους ιστορικούς. Το ζεύγος επικυρώνει διπλώματα από το 1100 ως το 1107 και θεωρούμε ότι η Ισαβέλλα απεβίωσε το έτος εκείνο. Είχαν τέκνα:

Το 1108 ο Αλφόνσος ΣΤ΄ έκανε πέμπτο γάμο με τη Βεατρίκη και εμφανίζονται να συνυπογράφουν το ίδιο και το επόμενο έτος σε καταστατικά. Ο Πελάγιος τού Οβιέδο αναφέρει, πως όταν το 1109 απεβίωσε ο βασιλιάς, η Βεατρίκη επέστρεψε στη χώρα της. Ο ιστορικός Σαλαθάρ υ Άτσα εκτιμά, ότι ήταν κόρη τού Γουλιέλμου Η΄ των Πουατιέ δούκα της Ακουιτανίας, ετεροθαλής αδελφή της Αγνής, πρώτης συζύγου τού Αλφόνσου ΣΤ΄.

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
8. Γκαρθία Σάντσεθ Β΄ της Παμπλόνα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
4. Σάντσο Γκαρθές Γ΄ της Παμπλόνα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
9. Χιμένα Φερνάντεθ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
2. Φερδινάνδος Α΄ του Λεόν
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
10. Σάντσο Γκαρσία της Καστίλης
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
5. Μουνιαδόνα της Καστίλης
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
11. Ουρράκα Γκόμεθ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
1. Αλφόνσος ΣΤ΄ του Λεόν και Καστίλης
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
12. Βερμούδο Β΄ του Λεόν
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
6. Αλφόνσος Ε΄ του Λεόν
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
13. Ελβίρα της Καστίλης, βασίλισσα του Λεόν
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
3. Σάντσα του Λεόν
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
14. Μένδο Γκοσάλβες
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
7. Ελβίρα Μενένδεθ (απεβ. 1022)
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
15. Τουταδόνα Μόνιθ δε Κοΐμβρα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  1. Anselmo López Carreira: «O reino medieval de Galicia» (γαλικιανή γλώσσα) Edicións A Nosa Terra. 2005. σελ. 230-239. ISBN-10 84-96403-54-8.
  2. Portugaliae Monumenta Historica. books.google.es/books?id=ZqBCAAAAYAAJ&q=%22Regnante+in+Gallecia+Adefonsus+rex%22&dq=%22Regnante+in+Gallecia+Adefonsus+rex%22&hl=gl&sa=X&ved=0ahUKEwiPsuOLifXoAhVd8uAKHagpAEsQ6AEIJjAA.
  3. Archivo Catedralicio de León. books.google.es/books?id=BvhWAAAAYAAJ&q=%22in+totam+galletiam+et+ispaniam%22&dq=%22in+totam+galletiam+et+ispaniam%22&hl=es&sa=X&ved=0ahUKEwi35ML3jZ7mAhVPxoUKHY6bDAAQ6AEIPTAC.
  4. p11332.htm#i113313. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  5. 5,0 5,1 «Альфонсъ» (Ρωσικά)
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Elorza et al. 1990, σσ. 54–55
  7. 7,0 7,1 Martínez Díez 2003, σ. 35
  8. 8,0 8,1 Martínez Díez 2003, σ. 19
  9. 9,0 9,1 Martínez Díez 2003, σσ. 20–25
  10. Martínez Díez 2003, σ. 21
  11. Reilly 1989, σ. 20
  12. Sánchez Candeira 1999, σ. 226
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Sánchez Candeira 1999, σ. 227
  14. 14,0 14,1 14,2 Sánchez Candeira 1999, σ. 228
  15. Miranda Calvo 1976, σ. 112
  16. Sánchez Candeira 1999, σ. 229
  17. Martínez Díez 2003, σσ. 30–33
  18. 18,0 18,1 Sánchez Candeira 1999, σ. 230
  19. Martínez Díez 2003, σ. 31
  20. 20,0 20,1 Martínez Díez 2003, σ. 33
  21. 21,0 21,1 Sánchez Candeira 1999, σ. 231
  22. Sanchez Candeira 1999, σ. 231
  23. Martínez Díez 2003, σ. 36
  24. Martínez Díez 2003, σσ. 36-37
  25. Ayala 2013, σσ. 229–230
  26. Martínez Díez 2003, σ. 38
  27. Martínez Díez 2003, σ. 39
  28. Martínez Díez 2003, σσ. 40–41
  29. 29,0 29,1 Martínez Díez 2003, σ. 41
  30. Martínez Díez 2003, σ. 43
  31. 31,0 31,1 Martínez Díez 2003, σ. 44
  32. Peña Pérez, F. Javier (2003). "Los monjes de San Pedro de Cardeña y el mito del Cid". Memoria, mito y realidad en la historia medieval [Memory, Myth and Reality in Medieval History] (PDF). Logroño: Instituto de Estudios Riojanos. σσ. 340–343
  33. Martínez Díez 2003, σσ. 47–48
  34. 34,0 34,1 Reilly 1992, σ. 74
  35. 35,0 35,1 Martínez Díez 2003, σ. 49
  36. Luis Corral 2012, σσ. 1–40
  37. Ayala 2013, σ. 230
  38. Mínguez Fernández 2009, σσ. 30–33
  39. 39,0 39,1 Reilly 1992, σ. 75
  40. Reilly 1992, σσ. 74–75
  41. Guichard 1989, σ. 496
  42. Martínez Díez 2007, σσ. 134–137
  43. Montaner Frutos 1998, σσ. 32–38
  44. Reilly 1992, σσ. 86–87
  45. Reilly 1992, σ. 87
  46. 46,0 46,1 Guichard 1989, σ. 500
  47. 47,0 47,1 Reilly 1992, σ. 88
  48. 48,0 48,1 Huici Miranda 1954, σ. 42
  49. Reilly 1992, σσ. 88, 110
  50. 50,0 50,1 50,2 50,3 Huici Miranda 1954, p. 41
  51. 51,0 51,1 Reilly 1992, σ. 89
  52. Huici Miranda 1954, σ. 49
  53. Reilly 1992, σ. 90
  54. Reilly 1992, σσ. 89–90
  55. Reilly 1992, σσ. 90–91
  56. 56,0 56,1 Reilly 1992, σ. 91
  57. Huici Miranda 1954, σ. 45
  58. Huici Miranda 1954, σσ. 45-46
  59. 59,0 59,1 59,2 Reilly 1992, σ. 92
  60. 60,0 60,1 60,2 Reilly 1992, σ. 93
  61. Martínez Díez 2003, σσ. 170–171
  62. Martínez Díez 2003, σ. 171
  63. 63,0 63,1 63,2 63,3 63,4 Reilly 1992, σ. 94
  64. Reilly 1992, σσ. 94–95
  65. 65,0 65,1 Reilly 1992, σ. 95
  66. 66,0 66,1 66,2 66,3 Reilly 1992, σ. 97
  67. 67,0 67,1 67,2 Guichard 1989, σ. 528
  68. Reilly 1992, σσ. 95–96
  69. 69,0 69,1 Reilly 1992, σ. 96
  70. Montenegro 2010, σσ. 377, 383
  71. Montenegro 2010, σ. 387
  72. Martínez Díez 2003, σ. 172
  73. Reilly 1992, σσ. 96–97
  74. 74,0 74,1 Reilly 1992, σ. 98
  75. 75,0 75,1 75,2 Arco y Garay 1954, σσ. 193–195
  • Arco y Garay, Ricardo del (1954). Sepulcros de la Casa Real de Castilla (in Spanish). Madrid: Instituto Jerónimo Zurita. Consejo Superior de Investigaciones Científicas. OCLC 11366237.
  • Barton, Simon (2015). "Spain in the Eleventh Century". In David Luscombe, Jonathan Riley–Smith. The New Cambridge Medieval History. 4, c.1024–c. 1198, Part II. Madrid: Cambridge University Press. ISBN 9781107460638.
  • Canal Sánchez-Pagín, José María (1991). "Jimena Muñoz, amiga de Alfonso VI". Anuario de Estudios Medievales (in Spanish). Barcelona: Universidad de Barcelona; Instituto de Historia Medieval de España; CSCIC (21): 11–40. ISSN 0066-5061.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]