Βιττόριο Πότσο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Το 1920 ως προπονητής της Τορίνο | |||
Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 2 Μαρτίου 1886 | ||
Τόπος γέννησης | Τορίνο, Ιταλία | ||
Ημερ. θανάτου | 21 Δεκεμβρίου 1968 (82 ετών) | ||
Τόπος θανάτου | Ποντεράνο, Ιταλία | ||
Θέση | Πλάγιος μέσος | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1905-1906 | Γκρασχόπερς | ||
1906-1911 | Τορίνο ΦΚ | ||
Προπονητική καριέρα | |||
Περίοδος | Ομάδα | ||
1912 | Ιταλία | ||
1912-1922 | Τορίνο ΦΚ | ||
1921 | Ιταλία | ||
1924 | Ιταλία | ||
1924-1926 | ΑΚ Μίλαν | ||
1929-1948 | Ιταλία | ||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Βιττόριο Πότσο (ιταλ. Vittorio Pozzo, 2 Μαρτίου 1886 – 21 Δεκεμβρίου 1968) ήταν Ιταλός προπονητής ποδοσφαίρου διάσημος για την κατάκτηση με την Εθνική Ομάδα της Ιταλίας των Παγκοσμίων Κύπελλων του 1934 και 1938. Υπό τις οδηγίες του η Σκουάντρα Ατζούρα (προσωνύμιο της ιταλικής Εθνικής Ομάδας - γαλάζια ομάδα) κατέκτησε επίσης το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου του 1936 και το χάλκινο στους Ολυμπιακούς του 1928 στο Άμστερνταμ.[1] Επί των ημερών του η Ιταλία έζησε τις μεγαλύτερες στιγμές της ποδοσφαιρικής της ιστορίας και πέτυχε μια σπουδαία σειρά μένοντας αήττητη από το Δεκέμβρη του 1934 μέχρι το 1939. Υπήρξε επίσης ο εμπνευστής της "Μεθόδου" (Metodo), σύστημα τακτικής που του χάρισε επιτυχίες.[2] Είναι ο μόνος προπονητής στην ιστορία του ποδοσφαίρου που έχει κατακτήσει δύο Παγκόσμια Κύπελλα.
Καριέρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γνωστός με το προσωνύμιο "Ο γερο - δάσκαλος" (Il Vecchio Maestro), άσκησε καθήκοντα ομοσπονδιακού προπονητή επί των ημερών του καθεστώτος των μελανοχιτώνων του Μπενίτο Μουσολίνι. Ήταν αυταρχικός και γνωστός αγγλόφιλος. Η αυταρχικότητα του χαρακτήρα του και η γενικότερη πειθαρχία που χαρακτήριζε το καθεστώς του Μουσολίνι, τού επέτρεψε να έχει τον απόλυτο έλεγχο στους παίκτες του, σε βαθμό που ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλος μετά την πτώση του φασισμού.
Στα πρώτα παραγωγικά του χρόνια ο Πότσο, ο οποίος προερχόταν από σχετικά ευκατάστατη οικογένεια, ταξίδεψε σε πολλά μέρη. Προσωπικότητα ευρυμαθής με ποικίλα ενδιαφέροντα. Σπούδασε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας στη στροφή του 20ού αιώνα, όπου και γνώρισε παρακολουθώντας προπονήσεις ποδοσφαίρου τον παίκτη της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Τσάρλι Ρόμπερτς, ο οποίος έπαιζε στη θέση του κεντρικού μέσου (ο πολυτάλαντος μέσος σε θέση δημιουργού στο σύστημα της πυραμίδας 2-3-5, όλο το παιχνίδι της Γιουνάιτεντ περνούσε από τα πόδια του) και τον, σε θέση μέσα αριστερά επιθετικό της Ντέρμπι Κάουντι, θρυλικό Στιβ Μπλούμερ.
Αγάπησε πολύ αυτό το νέο άθλημα με αποτέλεσμα να παίξει και ο ίδιος επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ελβετία και συγκεκριμένα στη Γκρασχόπερς (Ακρίδες) της Ζυρίχης την περίοδο 1905-06. Στη συνέχεια επέστρεψε στην πατρίδα του όπου και συμμετείχε στην ίδρυση της Τορίνο (ομάδα που σημάδεψε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο τη δεκαετία του '40), τον Δεκέμβριο του 1906. Με την Τορίνο αγωνίστηκε από το 1906 έως το 1911 οπότε και σταμάτησε την καριέρα του ως παίκτης.
To 1912 η Ιταλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου του ανέθεσε να καθοδηγήσει την ιταλική Εθνική Ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Στους αγώνες αυτούς η Ιταλία αποκλείστηκε από τον πρώτο γύρο χάνοντας στον κρίσιμο νοκ άουτ αγώνα με 3-2 από τη Φινλανδία στο Τράνεμπουργκ. Τον αγώνα είχε διαιτητεύσει μια μεγάλη μορφή του αυστριακού και ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ο Ούγκο Μάισλ.
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σουηδίας ανέλαβε την Τορίνο την οποία κοουτσάρισε στο ιταλικό πρωτάθλημα το διάστημα 1912-1924. Στο διάστημα αυτό, επειδή ο μισθός του δεν ήταν μεγάλος, εργάστηκε παράλληλα ως διοικητικό στέλεχος στην εταιρεία Πιρέλλι. Πολέμησε επίσης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) με τις ιταλικές δυνάμεις στο μέτωπο των Άλπεων εναντίον των Αυστριακών.
Επιστροφή στον πάγκο της Ιταλίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Δεκέμβριο του 1929 κάθισε ξανά στον πάγκο της ιταλικής Εθνικής Ομάδας. Το 1930 κατέκτησε το Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης (πρόδρομο του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, κύπελλο που είχε μορφή Λίγκας με διπλά παιχνίδια εντός και εκτός έδρας) νικώντας στο άκρως σημαντικό τελευταίο παιχνίδι 5-0 την Ουγγαρία μέσα στη Βουδαπέστη, κατατασσόμενος πρώτος με 11 βαθμούς, ένα βαθμό διαφορά από τη δεύτερη ομάδα της κατάταξης. Στην επόμενη διοργάνωση του Κεντρικού Κυπέλλου οι Ιταλοί έχασαν το τρόπαιο από τη θρυλική ομάδα της Αυστρίας της δεκαετίας του '30 (γνωστή με το προσωνύμιο Wunderteam - Βούντερτιμ, δηλαδή ομάδα-θαύμα) του μεγάλου ποδοσφαιριστή Ματίας Ζίντελαρ με δύο βαθμούς διαφορά.
Ο Πότσο ήταν μέγας τακτικιστής, απέδιδε μεγάλη σημασία στην πειθαρχία και την τακτική προσήλωση στο παιχνίδι. Μετά την ήττα-αποκλεισμό από την Ισπανία στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930 στην Ουρουγουάη, δεν δίστασε να θέσει εκτός ομάδας τον αρχηγό της ομάδας Αντόλφο Μπαλοντσιέρι, τον ηγέτη στο χάλκινο μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1928 και στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης το 1930, διεθνή επί δεκαετία και ποδοσφαιριστή με μεγάλη επιρροή στους συμπαίκτες του, στα μέσα και στους φιλάθλους.
Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1934 (η διοργανώτρια χώρα έδινε τότε προκριματικά) η Ιταλία δεν ξεκίνησε καλά. Η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία τη νίκησαν, ενώ η ήττα από την Ουγγαρία αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή χάρις σε ένα χαμένο πέναλτι. Αμέσως ο Πότσο χωρίς να υπολογίσει την κριτική των μέσων περί παλινδρομήσεων, επανέφερε στην ομάδα τον πρώτο σκόρερ της Μπολόνια, Άντζελο Σκιάβιο. Στα τέλη δε εκείνων των προκριματικών, με τη δεύτερη ήττα από την Αυστρία μέσα στο Τορίνο με 4-2, τον Φλεβάρη του '34, και παρά την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο, πήρε και δεύτερο κεφάλι αρχηγού, εκείνο του Ουμπέρτο Καλιγκάρις (δεξιού αμυντικού στους δυο αμυντικούς του συστήματος 2-3-5).
Η δεκαετία του 1930
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οδήγησε την εθνική ομάδα της Ιταλίας την περίοδο 1931-1948 φθάνοντας στην κατάκτηση δύο Παγκοσμίων Κυπέλλων (το 1934 και το 1938) και του χρυσού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Η Ιταλία έγινε η δεύτερη από τις μόνο τρεις εθνικές ομάδες που κατέκτησαν τρεις μεγάλους διεθνείς τίτλους στην ιστορία.[1] Ήταν πρωτοπόρος καθιερώνοντας τέσσερις γραμμές στο γήπεδο αντί για τις παραδοσιακές τρεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποίησε τη φιγούρα του λίμπερο (παρόμοιο με τους Ουρουγουανούς) για να έχει έναν αμυντικό χωρίς υποχρεώσεις, αλλά ουσιαστικά αυτό που έκανε ήταν να καθυστερήσει τους ακραίους επιθετικούς, αναγκάζοντάς τους να ντριμπλάρουν προς τα μέσα αναζητώντας το σουτ αντί να μένουν πάντα στην άκρη της επίθεσης. Έτσι, οι εσωτερικοί χώροι, απαλλαγμένοι από την επιθετική τους λειτουργία, μπορούσαν να κατέβουν στο κέντρο του γηπέδου για να μοιράσουν τη μπάλα. Το 2-3-2-3 του Πότσο (3-4-2-1 χωρίς μπάλα) απενεργοποίησε εντελώς το πρόβλημα οφσάιντ.[3] Συνολικά στον πάγκο της Ιταλίας σε 87 αγώνες είχε 60 νίκες, 16 ισοπαλίες και 11 ήττες.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «Euro 2012: Now Spain have entered the pantheon of greatness». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ 2,0 2,1 «Cent'anni azzurri il nostro secolo in contropiede». Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «Cuando la trampa del fuera de juego cambió el fútbol para siempre (2ª parte)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Φεβρουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2024.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Inversing the Pyramid, A History of Football Tactics (στην ελληνική έκδοση: Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα, η Ιστορία του Ποδοσφαίρου, των Τακτικών και των Συστημάτων του) του Τζόναθαν Γουίλσον, αθλητικογράφου των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, εκδόσεις POLARIS
- Behind the Curtain (Πίσω από την Κουρτίνα) του Τζόναθαν Γουίλσον, αθλητικογράφου των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, βιβλίο-ταξίδι στο ποδόσφαιρο της Ανατολικής Ευρώπης, το σημερινό, εκείνο της εποχής του Σιδηρού Παραπετάσματος, την περίφημη Σχολή του Δούναβη, τις κοινωνιολογικές του αποχρώσεις, τις αβελτηριακές παθογένειές του, τη μανιοκαταθλιπτική λάμψη του κ.α.
- Ποδόσφαιρο και Φασισμός-το εθνικό σπορ υπό τον Μουσολίνι (Calcio e fascismo - Lo sport nazionale sotto Mussolini) του Σάιμον Μάρτινς, εκδόσεις Μονταντόρι
- Το ποδόσφαιρο: μια παγκόσμια ιστορία (Il calcio: una storia mondiale) του Τζιανπάολο Ορμετσάνο, εκδόσεις Λονγκανέζι
- Κοινωνική Ιστορία του Ποδοσφαίρου στην Ιταλία από τις ομάδες των πιονέρων (πρωτοπόρων) σε εθνικό σπορ (Storia sociale del calcio in Italia dai club dei pionieri alla nazione sportiva (1887-1945)), των Αντόνιο Πάπα και Γκουίντο Πάνικο, εκδόσεις Il Mulino (Ο Μύλος)
- Πρωταθλητές κόσμου-Σαράντα χρόνια ιστορίας του ιταλικού ποδοσφαίρου (Campioni del mondo - Quarant'anni di storia del calcio italiano) του Βιττόριο Πότσο, εκδόσεις CEN