Γουίλιαμ Άνταμ (πολιτικός)
Ο Γουίλιαμ Άνταμ του Μπλερ Άνταμ (αγγλικά: William Adam, 2 Αυγούστου 1751 – 17 Φεβρουαρίου 1839) ήταν Σκωτσέζος δικηγόρος, πολιτικός και δικαστής. Διετέλεσε Γενικός Εισαγγελέας της Σκωτίας (1802–1805) και ως Λόρδος Επικεφαλής Επίτροπος του Ορκωτού Δικαστηρίου (1815–39).[8]
Η πολιτική του σταδιοδρομία επηρεάστηκε από τα περιοδικά οικονομικά προβλήματα του πατέρα του, καθώς άλλοτε η οικογένεια διέθετε σημαντικό πλούτο και άλλοτε αντιμετώπιζε δυσκολίες, αναγκάζοντας τον Άνταμ να επικεντρώσει την προσοχή του στη νομική του πρακτική. Αναδείχθηκε σε λόρδο υπολοχαγό του Κίνρος-Σάιρ.
Η σημαντικότερη συμβολή του στο σκωτσέζικο δίκαιο ήταν ίσως η εισαγωγή της δίκης με ενόρκους σε αστικές (μη ποινικές) υποθέσεις.
Βίος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γουίλιαμ Άνταμ ήταν ο μοναδικός επιζών γιος της Τζιν Ράμσεϊ και του Τζον Άνταμ του Μπλέιρανταμ, αρχιτέκτονα και πρωτομάστορα του Συμβουλίου Διοίκησης της Σκωτίας, από το Μέριμπουργκ του Κίνρος. Θείος του Γουίλιαμ ήταν ο αρχιτέκτονας Ρόμπερτ Άνταμ.[8]
Σπούδασε στο Λύκειο του Εδιμβούργου και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και στο Κράιστ Τσερτς της Οξφόρδης.[9] Πραγματοποίησε περαιτέρω σπουδές στο Λίνκολνς Ιν από το 1769, για να αποκτήσει τα προσόντα του Άγγλου δικηγόρου. Έγινε δεκτός στο Συμβούλιο των Δικηγόρων της Σκωτίας το 1773 και τελικά κλήθηκε στον αγγλικό δικηγορικό σύλλογο το 1782.
Ο Άνταμ εκπροσώπησε διάφορες εκλογικές περιφέρειες στο Κοινοβούλιο. Ήταν βουλευτής της περιφέρειας του Γκάτον την περίοδο 1774–1780. Εκπροσώπησε το Γουίγκταουν Μπουργκς την περίοδο 1780–1784. Ήταν υποψήφιος του Υπουργείου Οικονομικών για την έδρα αυτή, ως υποστηρικτής του Λόρδου Νορθ. Μετακόμισε σε μια άλλη έδρα, το Έλγκιν Μπουργκς την περίοδο 1784–1790.
Το διάστημα 1790–1794, εκπροσώπησε το Ρος-Σάιρ. Η τελευταία του κοινοβουλευτική έδρα ήταν το Κινκαρνταϊνσάιρ, το οποίο εκπροσώπησε από το 1806 έως ότου έγινε δικαστής τον Ιανουάριο του 1812.
Ο Άνταμ υιοθέτησε πολύ σκληρή γραμμή για τα αμερικανικά ζητήματα στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Ήταν επικριτικός απέναντι στον μελλοντικό πολιτικό του ηγέτη Λόρδο Νορθ επειδή ήταν πολύ διαλλακτικός πριν από το ξέσπασμα των μαχών. Ωστόσο, αφού ακολούθησε ανεξάρτητη πορεία μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1779, ανακοίνωσε στη συνέχεια στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι επρόκειτο πλέον να υποστηρίξει τον Λόρδο Νορθ. Εν συνεχεία έγινε πιστός φίλος και υπερασπιστής του Νορθ.
Ο Άνταμ διορίστηκε στο μικρό πολιτικό αξίωμα του Ταμία της Διοίκησης. Κατείχε το αξίωμα αυτό δύο φορές, πρώτα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1780 και Μαΐου 1782 και ξανά από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο 1783.
Στη συνέχεια, ασχολήθηκε λιγότερο με την πολιτική, καθώς ανέπτυξε την καριέρα του στον αγγλικό δικηγορικό σύλλογο. Μέσω της φιλίας του με τον πρίγκιπα της Ουαλίας διορίστηκε Γενικός Εισαγγελέας της Σκωτίας (1802–1805) και στη συνέχεια Γενικός Εισαγγελέας του Πρίγκιπα (1805-1806). Από το 1806 έως το 1815 ήταν Καγκελάριος του Δουκάτου της Κορνουάλης, ένα άλλο αξίωμα που ήταν δώρο του πρίγκιπα.[9]
Ο Άνταμ ήταν Λόρδος Υπολοχαγός του Κίνρος-Σάιρ από το 1802 έως το θάνατό του. Έγινε φίλος του σερ Γουόλτερ Σκοτ. Το 1812 δημοσίευσε το Vitruvius Scoticus, μια συλλογή των αρχιτεκτονικών σχεδίων του παππού του Γουίλιαμ Άνταμ, τα οποία ο Γουίλιαμ είχε πρωτοξεκινήσει το 1727.[10]
Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας του πρίγκιπα της Ουαλίας, ο Άνταμ έλαβε δικαστικό αξίωμα στη Σκωτία. Μεταξύ 1814 και 1819 ήταν βαρόνος του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Σκωτίας.[9] Ο Άνταμ έγινε μέλος του Μυστικού Συμβουλίου στις 17 Μαρτίου 1815. Από το 1815 έως το θάνατό του έγινε Λόρδος Αρχιεπιτρόπος του δικαστηρίου των ενόρκων της Σκωτίας.
Πέθανε στο Εδιμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 1839 και θάφτηκε στο Greyfriars Kirkyard.[11]
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 7 Μαΐου 1777, ο Γουίλιαμ Άνταμ παντρεύτηκε την Ελεανόρα Ελφινστόουν (πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1800), κόρη του Τσαρλς, 10ου λόρδου Ελφινστόουν. Απέκτησαν έξι παιδιά.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 mr-william-adam. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) SNAC. w6hb0vc6. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p19840.htm#i198396.
- ↑ (Αγγλικά) Hansard 1803–2005. mr-william-adam. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2022.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 «Kindred Britain»
- ↑ p19840.htm#i198396. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- ↑ 8,0 8,1 Waterston, Charles D· Macmillan Shearer, A (Ιούλιος 2006). Former Fellows of the Royal Society of Edinburgh 1783–2002: Biographical Index (PDF). I. Edinburgh: The Royal Society of Edinburgh. σελ. 5. ISBN 978-0-902198-84-5.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Chisholm 1911.
- ↑ Colvin, Howard (1978) A Biographical Dictionary of British Architects 1600–1840, John Murray, σελ. 56
- ↑ Monuments and monumental inscriptions in Scotland, The Grampian Society, 1871
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- History of Parliament: House of Commons 1754–1790, από τους Sir Lewis Namier και James Brooke (Sidgwick & Jackson 1964)
- Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Adam, William» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press