Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δρεπανοσκαλίδρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δρεπανοσκαλίδρα
Ενήλικη δρεπανοσκαλίδρα (μη αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Ενήλικη δρεπανοσκαλίδρα (μη αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Σκολοπακίδες (Scolopacidae)
Υποοικογένεια: Σκαλιδριδίνες (Calidridinae) [1]
Γένος: Σκαλίδρις (Calidris) Merrem, 1804 F
Είδος: C. ferruginea
Διώνυμο
Calidris ferruginea (Σκαλίδρις η σκωριόχρωμη) [i] [ii]
(Pontoppidan, 1763)

Η Δρεπανοσκαλίδρα είναι χαραδριόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, μια από τις σκαλίδρες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Calidris ferruginea και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[1]

Η επιστημονική ονομασία του γένους και του είδους παρουσιάζει ενδιαφέρον από ετυμολογικής απόψεως. Η ονομασία του γένους Calidris είναι η λατινική απόδοση της ελληνικής Καλίδρις που, όμως, είναι μεταγενέστερη γραφή της αυθεντικής και ορθότερης λέξης Σκαλίδρις. Η ετυμολογία της λέξης σκαλίδρις δεν έχει απόλυτα επιβεβαιωθεί, αλλά είναι πιθανές δύο εκδοχές:

Σύμφωνα με την πρώτη -και πιθανότερη εκδοχή- προέρχεται από τα συνθετικά, σκάλλω «αναζητώ, ερευνώ και ΜΑ σκάβω» + ύδωρ «νερό», που σημαίνει «αυτός που ερευνά/σκάβει στο νερό», παραπέμποντας στον χαρακτηριστικό τρόπο αναζήτησης της τροφής, όχι μόνον του συγκεκριμένου πτηνού αλλά και πολλών άλλων καλοβατικών. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή η ορθότερη γραφή θα έπρεπε να είναι σκαλ-ύδρις.[2][3]

Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, η λέξη σκαλίδρις μπορεί να προέρχεται από το σκαλίς, -ίδος «εργαλείο σκαλίσματος, αξίνα» [ΕΤΥΜ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + κατάληξη –ίς, -ίδος (πρβλ. ραφ-ίς, σκαφ-ίς)], οπότε ορθώς γράφεται με -ι- και όχι με -υ-.[4]

Η ονομασία του είδους ferruginea [ferrūgo (γεν. ferrūginis] σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με την σκωρία (σκουριά) του σιδήρου», κατ’ αντιστοιχίαν ο «σκωριόχρωμος»,[5] που παραπέμπει στο χρώμα του αναπαραγωγικού πτερώματος του είδους.

Η λαϊκή ονομασία δρεπανοσκαλίδρα, παραπέμπει στο δρεπανοειδές σχήμα του ράμφους του πτηνού.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1763, από τον Ποντόπινταν (Pontoppidan) στη Δανία ως Tringa ferrugineus.[6]

Η συστηματική του είδους είναι ξεκάθαρη, αν και παλαιότερα είχε προταθεί ως είδος-τύπος του γένους Erolia, αλλά τα δεδομένα αλληλουχίας DNA είναι σήμερα ανεπαρκή για την επίλυση των φυλογενετικών του σχέσεων.[7]

  • Η δρεπανοσκαλίδρα διασταυρώνεται περιστασιακά με τα είδη Calidris acuminata και Calidris melanotos, οπότε δημιουργούνται τα υβρίδια Calidris × cooperi και Calidris × paramelanotos, αντίστοιχα.

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δρεπανοσκαλίδρα είναι αυστηρά μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου και της Ωκεανίας, με το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού να αναπαράγεται τα καλοκαίρια στις βόρειες περιοχές της Σιβηρίας και στα παρακείμενα νησιά του Αρκτικού ωκεανού. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν απαντά σε οποιανδήποτε ευρωπαϊκή χώρα κατά τη διάρκεια του θέρους, παρά μόνον κατά τις δύο μεταναστεύσεις, ιδιαίτερα κατά τη φθινοπωρινή όταν τα πουλιά οδεύουν προς νότον για τη διαχείμασή τους. Μπορεί να παρατηρηθεί -και πάλι ως διαβατικό- κατά την εαρινή επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής

Η αναπαραγωγική επικράτεια εκτείνεται σε πολύ μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, σε μια σχετικά στενή ζώνη της Β. Σιβηρίας, κοντά στον Αρκτικό αλλά και στα εκεί νησιά (Σέβερναγια Ζεμλιά, κ.α.). Το γεωγραφικό μήκος αυτής της ζώνης αρχίζει ανατολικά από τη νήσο Νόβαγια Ζέμλια, στη Χερσόνησο Γιαμάλ, για να φθάσει προς ανατολάς μέχρι τη Θάλασσα και τη Χερσόνησο Τσούκτσι, περίπου, ενώ σπανιότερα εκτείνεται μέχρι την Δ. Αλάσκα.

Οι κύριες περιοχές διαχείμασης βρίσκονται στα νότια των περιοχών αναπαραγωγής, ανάλογα με το εκάστοτε γεωγραφικό μήκος, αλλά σε πολύ μακρινή κλίμακα, διότι οι πληθυσμοί της ανατολικής Σιβηρίας, μεταναστεύουν προς την Ωκεανία. Οι πληθυσμοί που περνάνε πάνω από την Ευρώπη, διαχειμάζουν είτε στη ΒΔ. και παραμεσόγεια Αφρική -πολύ μικρό ποσοστό-, είτε σε όλη την Α. και Ν. Αφρική.

Οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί στην Ευρώπη είναι ελάχιστοι (<1000 άτομα) και καταγράφονται σε Ισπανία και Πορτογαλία.[8] Πηγές:[1][6][9][10][11]

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως προαναφέρθηκε, η δρεπανοσκαλίδρα είναι αυστηρά μεταναστευτικό πτηνό μεγάλων αποστάσεων,[12][13] δηλαδή αναπαράγεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του Β. ημισφαιρίου και διαχειμάζει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του Ν. ημισφαιρίου στις προτιμώμενες ακραίες περιοχές (μέχρι 15.000 χιλιόμετρα μακριά), ενώ τις ενδιάμεσες περιοχές τις χρησιμοποιεί μόνον ως μεταναστευτικούς σταθμούς διατροφής και ξεκούρασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από όλα τα καλοβατικά, η δρεπανοσκαλίδρα έχει το μικρότερο εύρος αναπαραγωγικής επικράτειας σε σχέση με εκείνο των περιοχών μη-αναπαραγωγής του.

Οι μεταναστευτικές οδοί που ακολουθεί το φθινόπωρο (αναχώρηση) και την άνοιξη (επιστροφή), εξαρτώνται από το γεωγραφικό μήκος των περιοχών αναπαραγωγής. Οι πληθυσμοί της δυτικής Παλαιαρκτικής ακολουθούν τρεις μεταναστευτικές οδούς, όπως φαίνεται από δεδομένα δακτυλίωσης: η πρώτη οδός ακολουθεί τις ακτές της Νορβηγίας και της Βαλτικής για να καταλήξει μετά από μεγάλο ταξίδι στην Δ. Αφρική. Μικρό ποσοστό των πτηνών που ακολουθούν αυτή την οδό, πηγαίνουν ακόμη δυτικότερα, φθάνοντας μέχρι τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Η δεύτερη οδός περνάει πάνω από την Α. Ευρώπη, τη Μεσόγειο και, είτε μέσω των ακτών, είτε από τα ηπειρωτικά φθάνει πάλι στη Δ. Αφρική και στον Κόλπο της Γουινέας. Η τρίτη οδός, τέλος, περνάει πάνω από τη Ρωσία και την Κασπία Θάλασσα για να φθάσει στη Μέση Ανατολή, τις ακτές της Αραβικής Θάλασσας και του Περσικού Κόλπου και, από εκεί, στις χώρες της Α. και Ν. Αφρικής.[14]

Οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί των απώτατων ανατολικών περιοχών, τέλος, είτε ακολουθούν την προαναφερθείσα τρίτη οδό προς την Αφρική, είτε μετά από πολύ μεγάλο ταξίδι φθάνουν μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό (Ινδία, Σρι Λάνκα, Ινδονησία), την Αυστραλία, την Τασμανία, τη Νέα Ζηλανδία, αλλά και σε νησιά της Ωκεανίας στον Ειρηνικό. Κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής μετανάστευσης οι ενήλικες προηγούνται των νεαρών, με τα αρσενικά να αναχωρούν 3-4 εβδομάδες πριν από τα θηλυκά στις αρχές Ιουλίου, και τα νεαρά άτομα να ακολουθούν 4-6 εβδομάδες αργότερα. Η άφιξη στην Αφρική πραγματοποιείται από τα μέσα Ιουλίου έως τον Σεπτέμβριο. Η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής αρχίζει αργά τον Απρίλιο με Μάιο, με τις πρώτες αφίξεις στην αρκτική περιοχή στις αρχές του Ιουνίου, και την αναπαραγωγή να εκτείνεται έως τον Ιούλιο.[12] Πολλά νεαρά άτομα του 1ου έτους παραμένουν στις περιοχές διαχείμασης, ενώ οι μη-αναπαραγόμενοι ενήλικες παραμένουν λίγο νοτιότερα από τα εδάφη αναπαραγωγής στην Κ. Σιβηρία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, τα νησιά Μάρσαλ, αλλά και την Καραϊβική και το Μεξικό.[9]

Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την Ευρώπη, η δρεπανοσκαλίδρα απαντά αποκλειστικά κατά τις δύο μεταναστεύσεις (κυρίως το φθινόπωρο) ως διαβατικό πτηνό, που χρησιμοποιεί τους υδροβιότοπους της χώρας ως σταθμούς ανεφοδιασμού και ανάπαυλας.[9][15][16][17] Αναφέρεται από την Κρήτη ως σπάνιο διαβατικό,[18] αλλά και από την Κύπρο.[19][20]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δρεπανοσκαλίδρα αναπαράγεται σε ελαφρώς ανυψωμένες περιοχές (hummocks) στα πεδινά των υποαρκτικών περιοχών, ιδίως σε πλαγιές που βλέπουν στα νότια,[21] καθώς και κατά μήκος των ακτών και των νησιών του Αρκτικού Ωκεανού.[12] Δείχνει μια προτίμηση στην ανοικτή τούνδρα με βαλτώδη, τυρφώδη βυθίσματα και λεκάνες νερού,[12][22] που δημιουργούνται από την τήξη του χιονιού και το ξεπάγωμα του μονίμως παγωμένου εδάφους (permafrost).[22]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δρεπανοσκαλίδρες στον υγροβιότοπο Εχέδωρος ποταμού ή Γαλλικός, Καλοχώρι Θεσσαλονίκης (21 Μαίου 2022 )

Το χειμώνα το είδος είναι αρκετά κοινό[23] και απαντά σε ποικίλα ενδιαιτήματα που, εν πολλοίς αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές περιοχές της υφηλίου όπου διαχειμάζει, όπως στις παράκτιες υφάλμυρες λιμνοθάλασσες, τα πλατώματα παλιρροϊκής λάσπης και τα αλίπεδα, τις εκβολές ποταμών, τους αλμυρούς βάλτους [12][22] τους εκτεθειμένους κοραλλιογενείς υφάλους, τις βραχώδεις ακτές και τις αμμώδεις παραλίες,[24], καθώς επίσης και στην ενδοχώρα στις λασπώδεις άκρες των βάλτων, τα μεγάλα ποτάμια και λίμνες, τις αρδευόμενες εκτάσεις και, πλημμυρισμένες περιοχές,[12] τα φράγματα [24] και τις αλυκές.[25] Στο Νεπάλ μπορεί να φθάσει μέχρι και στα 1370μ.[26]

Στην Ελλάδα η δρεπανοσκαλίδρα ανευρίσκεται σε παρόμοιους υδροβιότοπους με τους προαναφερθέντες στη μη αναπαραγωγική περίοδο.

Ενήλικη δρεπανοσκαλίδρα (αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Η δρεπανοσκαλίδρα ανήκει σε μια κατηγορία καλοβατικών πτηνών (σκαλίδρες) που δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουν μεταξύ τους στην παρατήρηση πεδίου, δεδομένης της σχετικής ομοιότητας στο πτέρωμα των πτηνών και της ανάμιξης ατόμων διαφορετικής ηλικίας. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό καμπυλωτό προς τα κάτω ράμφος αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την αναγνώριση, δεδομένου ότι τα συγγενικά είδη έχουν, λίγο ως πολύ, ευθύ ράμφος. Μάλιστα, η δρεπανοσκαλίδρα διαθέτει το μεγαλύτερο και κυρτότερο ράμφος από τα υπόλοιπα είδη του γένους Calidris.[14]

Στο καλοκαιρινό πτέρωμα αναπαραγωγής η άνω επιφάνεια είναι σκούρα καφέ, με το καστανό/κοκκινωπό χρώμα της σκουριάς στο στήθος, το λαιμό και την κοιλιά να αποτελεί βασικό διαγνωστικό στοιχείο. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα με τη συγγενική λασποσκαλίδρα, με την οποία συχνά σχηματίζει κοπάδια, αλλά η δρεπανοσκαλίδρα έχει μεγαλύτερο λαιμό και ταρσούς, ενώ εμφανίζεται πιο «κομψή» (attenuated) με λιγοστές ραβδώσεις στο στήθος και την κοιλιά. Επίσης διαθέτει λευκό ουροπύγιο με κάποιες σκοτεινόχρωμες ραβδώσεις, ιδιαίτερα ορατό κατά την πτήση ενώ, όπως προαναφέρθηκε, έχει πιο καμπυλωτό ράμφος.

Στο χειμερινό πτέρωμα, η άνω επιφάνεια είναι σκοτεινή γκρι και κάνει αντίθεση με τα μαύρα πρωτεύοντα ερετικά, ενώ το κάτω μέρος είναι σχεδόν λευκό. Πολύ χρήσιμη είναι η παρατήρηση του έκδηλου λευκού οφρυϊκού τόξου (supercilium), πάνω από τον οφθαλμό, ενώ η απουσία ραβδώσεων στα άνω καλυπτήρια των πηδαλιωδών φτερών της ουράς, κάνουν το ουροπύγιο ακόμη πιο έκδηλο. Στην παρατήρηση κατά τους χειμερινούς μήνες, κάποια άτομα εμφανίζονται με χαρακτηριστικά κόκκινα «μπαλώματα», απομεινάρια του καλοκαιρινού πτερώματος.[27]

Τα φύλα είναι σχεδόν όμοια, αν και το αρσενικό έχει πιο έντονα κοκκινωπά χρώματα στην κάτω επιφάνεια, απ’ ό, τι το θηλυκό. Το ράμφος είναι γκριζόμαυρο με χαρακτηριστική καμπύλωση στα δύο ακραία τριτημόριά του. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες το χειμώνα, αλλά έχουν πορτοκαλί-καφετί στήθος και πλευρές του λαιμού, λευκή κοιλιά και γκρι-καφέ ράχη, ενώ το οφρυϊκό τόξο είναι πολύ έκδηλο.

(Πηγές:[23][26][28][29][30][31][32][33][34][35][36][37][38])

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (18-) 19 έως 21,5 (-23) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 33 έως 35 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: ♂ έως 36 χιλιοστά, ♀ έως 40 χιλιοστά
  • Βάρος: (45-) 70 έως 85 (-90) γραμμάρια

Στα εδάφη αναπαραγωγής η διατροφή του είδους αποτελείται κυρίως από έντομα, κυρίως ενήλικες, νύμφες και προνύμφες Διπτέρων,[39] καθώς και σκαθάρια και βδέλλες. Η χειμερινή διατροφή αποτελείται από πολύχαιτους δακτυλιοσκώληκες, μαλάκια, καρκινοειδή (αμφίποδα, γαρίδες υφάλμυρου νερού και κωπήποδα) και, μερικές φορές, έντομα και σπέρματα φυτών.

Η αναζήτηση τροφής γίνεται τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και τη νύκτα,[12] με τη χρήση του καμπυλωτού ράμφους που διατρυπά την ίλη και συλλαμβάνει τη λεία, είτε εν κινήσει είτε εν στάσει.[14] Εάν υπάρχει παλίρροια, οι μακροί ταρσοί της δρεπανοσκαλίδρας την βοηθούν να συνεχίζει να σιτίζεται, πολλές φορές με βύθιση του κεφαλιού κάτω από την επιφάνεια του νερού.[14]

Το είδος είναι αγελαίο εκτός περιόδου αναπαραγωγής, απαντώμενο σε μικρές μέχρι μεγάλες ομάδες που φθάνουν τις εκατοντάδες στις ακτές, αλλά συνήθως σε μικρότερους αριθμούς στα ηπειρωτικά.[24].

Ενήλικη δρεπανοσκαλίδρα (μη αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Οι αρσενικές δρεπανοσκαλίδρες ξεκινούν την οριοθέτηση του ζωτικού τους χώρου, αμέσως μετά την άφιξή τους στα εδάφη αναπαραγωγής και επιδίδονται σε χαμηλές πτήσεις επίδειξης που συνοδεύονται από τραγούδι διαρκείας 10-15 sec. Το τελετουργικό επίδειξης συμπληρώνεται από στυλιζαρισμένες κινήσεις των πτερύγων και της ουράς, για την προσέλκυση του θηλυκού.[14] Τα ζευγάρια που σχηματίζονται μένουν για αρκετά χρόνια μαζί, όχι όμως για πάντα, ενώ πιθανότατα υπάρχει μερική πολυγυνία, δηλαδή κάποια αρσενικά ζευγαρώνουν με δεύτερο ή και τρίτο θηλυκό.[14] Η πυκνότητα των φωλιών στις θέσεις αναπαραγωγής μπορεί να κυμαίνεται από 1-2 ζεύγη/εκτάριο,[39] αλλά μερικές φορές τα ζεύγη φωλιάζουν κάθε 200-300 μ.[12]

Η φωλιά είναι μια απλή κοιλότητα στην επιφάνεια του εδάφους που, στις θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), βρίσκεται στις άκρες βάλτων και λεκανών νερού σε υπερυψωμένα σημεία ή σε ξερές θέσεις της τούνδρας με φυτά Polygonum.[12] Το υλικό επίστρωσης είναι λίγο παρακείμενο φυτικό υλικό (χορτάρι, λειχήνες),[23] ή μπορεί και να απουσιάζει.[14]

Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε φώλιασμα [23] και αποτελείται από 4 κηλιδωτά αβγά που επωάζονται από το θηλυκό, με το αρσενικό να εγκαταλείπει τη φωλιά μετά την ωοτοκία. Οι διαστάσεις των αβγών είναι 36 Χ 26 χιλιοστά και το βάρος τους είναι 12 γρ. εκ των οποίων 5% είναι κέλυφος.[40] Τη φροντίδα των φωλεόφυγων νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό, αλλά είναι άγνωστη η περίοδος απόκτησης του πρώτου πτερώματός τους και το πότε εγκαταλείπουν τη φωλιά.[14] Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την Ευρώπη, το είδος δεν φωλιάζει, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μόνον ως διαβατικό, είτε κατά την εαρινή (Μάιος-Ιούνιος), είτε κατά την φθινοπωρινή μετανάστευση (Σεπτέμβριος), σε όλη την επικράτεια.[15]

Στην Κίνα και τη Νότια Κορέα, σημαντικοί σταθμοί του είδους γύρω από τις ακτές της Κίτρινης Θάλασσας, χάνονται μέσω εγγειοβελτιωτικών έργων ή υποβαθμίζονται, ως αποτέλεσμα της μείωσης ροής των ποταμών (υδροληψία), αυξημένης μόλυνσης του περιβάλλοντος, μη βιώσιμης συγκομιδής της βενθικής πανίδας και μείωσης της ποσότητας του ιζήματος που μεταφέρεται στην περιοχή από τους ποταμούς Γιανκτσέ και Κίτρινο.[41][42]. Το είδος απειλείται στην νοτιοανατολική ακτή της Ινδίας (Calimere) από το παράνομο κυνήγι (παγίδευση πουλιών), την εγκατάσταση βιομηχανιών παραγωγής αλατιού και υποβάθμιση των οικοτόπων από μείωση των βροχοπτώσεων.[43]. Επίσης, απειλείται στο Γουάλβις Μπέι στη Ναμίμπια, βασικό υγρότοπο στη νότια Αφρική, από την υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων (π.χ. αλλαγές στο καθεστώς των πλημμυρών λόγω της οδοποιίας, καθώς και αποξήρανση των υγροτόπων για τον αστικό πληθυσμό και την ανάπτυξη του λιμένα), καθώς και από την όχληση από τον τουρισμό.[44]. Τέλος, το είδος είναι ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών [45][46] και την αλλαντίαση [47][48], έτσι ώστε δυνατόν να απειλείται από μελλοντικές εστίες των ασθενειών αυτών.

Στη Νότια Αφρική, ειδικά στη λιμνοθάλασσα Langebaan, εκεί όπου υπάρχει η μεγαλύτερη συνάθροιση, τα στοιχεία δείχνουν 40% μείωση μεταξύ των ετών 1975 και 2009. Παρόμοια τάση έχει παρατηρηθεί στην Αυστραλία και μπορεί να συνδέεται με τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη στα εδάφη αναπαραγωγής τους.[49]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αριθμοί του είδους φαίνεται να εξαρτώνται από τον πληθυσμό των λέμινγκς. Στις «πτωχές» χρονιές των τρωκτικών, αρπακτικά είδη όπως ληστόγλαροι και κουκουβάγιες στρέφονται εναντίον των πτηνών.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταμετρηθούν οι πληθυσμιακές τάσεις στις περιοχές αναπαραγωγής τους, επειδή οι φωλιές είναι διασκορπισμένες σε αχανείς εκτάσεις και οι θέσεις τους επηρεάζονται από τις τοπικές καιρικές συνθήκες. Ωστόσο, τo είδος δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, εκτός από τις προαναφερθείσες απειλές και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[50] Οι μεγαλύτεροι καταγεγραμμένοι διαχειμάζοντες πληθυσμοί στην Ευρώπη καταγράφονται στην Ιβηρική Χερσόνησο.[8]

Η Δρεπανοσκαλίδρα απαντά στον ελλαδικό χώρο και με την ονομασία Κυρτορραμφοσκαλίδρα [15]

i. ^ Η ονομασία Καλίδρις που έχει επικρατήσει είναι μεταγενέστερη, εναλλακτική -ωστόσο αποδεκτή- γραφή της πρωταρχικής και ορθότερης λέξης Σκαλίδρις (βλ και Ονοματολογία).[2][4]

Ii. ^ Η επικρατούσα λόγια ονομασία Καλίδρις η κυρτόρραμφος,[51] είναι απολύτως τεχνητή και δεν αποδίδει την λατινική ferruginea.

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 143
  2. 2,0 2,1 Liddell & Scott
  3. ΠΛΜ 54, 439-440
  4. 4,0 4,1 ΠΛΜ 54, 439
  5. http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
  6. 6,0 6,1 http://ibc.lynxeds.com/species/curlew-sandpiper-calidris-ferruginea
  7. Thomas et al
  8. 8,0 8,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 22 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2014. 
  9. 9,0 9,1 9,2 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22693431
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2014. 
  11. Colston & Burton
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 12,6 12,7 12,8 del Hoyo et al
  13. Snow and Perrins
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 14,7 Colston & Burton, p. 42
  15. 15,0 15,1 15,2 Όντρια (Ι), σ. 113
  16. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 154
  17. ΣΠΕΕ, σ. 102, 255
  18. Σφήκας, σ. 46
  19. Σφήκας, σ. 55
  20. Mullarney et al, p. 140
  21. Johnsgard 1981
  22. 22,0 22,1 22,2 Snow και Perrins
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 Perrins, p. 116
  24. 24,0 24,1 24,2 Urban et al
  25. Khomenko
  26. 26,0 26,1 Grimmett et al, p. 104
  27. http://www.pbase.com/dophoto/image/118313224
  28. Avon & Tilford, p. 40
  29. Flegg, p. 116
  30. Heinzel et al, p. 144
  31. Harrison & Greensmith, p. 364
  32. Bruun, p. 128
  33. Όντρια, σ. 113
  34. Scott & Forrest, p. 102
  35. Singer, p. 182
  36. http://www.ibercajalav.net
  37. Colston & Burton, p. 41-2
  38. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  39. 39,0 39,1 Johnsgard
  40. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob5090.htm
  41. Barter 2002, 2006
  42. Kelin & Qiang
  43. Balachandran
  44. Wearne & Underhill
  45. Melville & Shortridge
  46. Gaidet et al
  47. Blaker
  48. van Heerden
  49. de Villiers
  50. http://www.iucnredlist.org/details/22693431/0
  51. Απαλοδήμος, σ. 50
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Liddell & Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1901
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Balachandran, S. 2006. The decline in wader populations along the east coast of India with special reference to Point Calimere, south-east India. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 296–301. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Barter, M. 2002. Shorebirds of the Yellow Sea. Wetlands International, Canberra, Australia.
  • Barter, M. A. 2006. The Yellow Sea - a vitally important staging region for migratory shorebirds. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 663–667. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Beaumont, L. J.; McAllan, I. A. W.; Hughes, L. 2006. A matter of timing: changes in the first date of arrival and last date of departure of Australian migratory birds. Global Change Biology 12: 1339-1354.
  • Blaker, D. 1967. An outbreak of Botulinus poisoning among waterbirds. Ostrich 38(2): 144-147.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • de Villiers, M S(ed). 2009. "Birds and Environmental Change: building an early warning system in South Africa". SANBI, Pretoria. ISBN 978-0-620-45305
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Gaidet, N.; Dodman, T.; Caron, A.; Balança, G.; Desvaux, S.; Goutard, F.; Cattoli, G.; Lamarque, F.; Hagemeijer, W.; Monicat, F. 2007. Avian Influenza Viruses in Water Birds, Africa. Emerging Infectious Diseases 13(4): 626-629.
  • Hayman, Marchant and Prater, Shorebirds ISBN 0-395-37903-2
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
  • Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
  • Kelin, C.; Qiang, X. 2006. Conserving migratory shorebirds in the Yellow Sea region. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 319. The Stationery Office, Edinburgh, UK.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Thomas, Gavin H.; Wills, Matthew A. & Székely, Tamás (2004): A supertree approach to shorebird phylogeny. BMC Evol. Biol. 4: 28. doi:10.1186/1471-2148-4-28 PMID 15329156 PDF fulltext Supplementary Material
  • Urban, E. K.; Fry, C. H.; Keith, S. 1986. The birds of Africa vol. II. Academic Press, London.
  • van Heerden, J. 1974. Botulism in the Orange Free State goldfields. Ostrich 45(3): 182-184.
  • Wearne, K.; Underhill, L. G. 2005. Walvis Bay, Namibia: a key wetland for waders and other coastal birds in southern Africa. Wader Study Group Bulletin 107: 24-30.