Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η μεγάλη οδαλίσκη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μεγάλη οδαλίσκη
ΟνομασίαΗ μεγάλη οδαλίσκη
ΔημιουργόςQ23380
Έτος δημιουργίας1814
ΕίδοςΕλαιογραφία σε καμβά
Ύψος0,91 μ.
Πλάτος1,63 μ.
ΠόληΠαρίσι
ΜουσείοΜουσείο του Λούβρου
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Η μεγάλη οδαλίσκη (γαλλ.: La Grande Odalisque ή Une Odalisque) είναι πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Ζαν Ωγκύστ Ντομινίκ Ενγκρ με ελαιοχρώματα, του 1814. Απεικονίζει μια οδαλίσκη (γυναίκα του χαρεμιού). Οι σύγχρονοι του Ενγκρ θεώρησαν τον πίνακα ως ορόσημο διακοπής του νεοκλασικισμού και στροφής του δημιουργού προς τον ρομαντισμό. Αξιοσημείωτη είναι η κριτική που δέχτηκε ο πίνακας, ήδη από την εποχή της πρώτης παρουσίασής του, για την απουσία ανατομικής ακρίβειας της γυναικείας μορφής που απεικονίζει.

Ο πίνακας εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου (πτέρυγα Denon, 1ος όροφος, αίθουσα 75).[1]

Το 1813 ο καλλιτέχνης νυμφεύτηκε την Μαντλέν Σαπέλ (Madeleine Chapelle, απεβ. 1849), μια σεμνή κατασκευάστρια καπέλων από το Γκερέ (Guéret), την οποία ο σύζυγός της απεικόνισε στον πίνακα Madame Ingres.[2], την οποία του σύστησαν κάποιοι φίλοι του στη Ρώμη. Το 1814 επισκέφθηκε τη Νάπολι, όπου η βασίλισσά της, Καρολίν Μυρά (Caroline Murat, 1782-1839), αδελφή του Μεγάλου Ναπολέοντα, του παράγγειλε τον πίνακα, μαζί με άλλον ένα, με τίτλο La Dormeuse de Naples (η κοιμωμένη της Νάπολι, ο πίνακας αυτός καταστράφηκε το 1815). Ο Ενγκρ ανέλαβε τη δημιουργία των πινάκων, για τους οποίους δεν πληρώθηκε ποτέ: Το βοναπαρτικό καθεστώς της Νάπολι κατέρρευσε το 1815, πριν ο ζωγράφος λάβει την αμοιβή του.[1] Ο Ενγκρ παρέμεινε στη Ρώμη ως το 1824, ωστόσο έστειλε τους πίνακές του προς έκθεση στο Σαλόν του Παρισιού. Η μεγάλη οδαλίσκη εκτέθηκε στο Σαλόν του 1829, αλλά χωρίς επιτυχία, καθώς δέχθηκε έντονη κριτική για τις ανατομικές ανακρίβειες που παρουσιάζει η απεικονιζόμενη γυμνή οδαλίσκη, γεγονός που ανάγκασε τους κριτικούς να τον διαχωρίσουν από τον δάσκαλό του, Ζακ-Λουί Νταβίντ.[1]

Το γυναικείο γυμνό ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα του Ενγκρ. Του άρεσε να απεικονίζει τη γυναικεία μορφή, εξιδανικεύοντάς την στη φόρμα που αυτός θεωρούσε ιδεώδη. Συχνά η εξιδανίκευση αυτή τον οδηγούσε σε σοβαρά ανατομικά σφάλματα, ένα από τα οποία διέπραξε στον πίνακα αυτόν.[3] Σύμφωνα με έρευνα των Jean-Yves Maigne, Gilles Chatellier και Hélène Norlöff, που δημοσιεύτηκε στο Journal of the Royal Society of Medicine το 2004, η απεικονιζόμενη μορφή, λαμβανομένων υπόψη όλων των διαστάσεών της, πρέπει να διέθετε όχι τρεις, όπως αρχικά αναφερόταν, αλλά πέντε οσφυϊκούς σπονδύλους περισσότερους από το κανονικό. Η άποψη των ερευνητών είναι ότι ο Ενγκρ είχε υπόψη του την ανατομική αυτή ανακρίβεια, αλλά, τοποθετώντας το κεφάλι της οδαλίσκης πολύ μακρύτερα από την λεκάνη της, ήθελε να απεικονίσει το χάσμα μεταξύ των σκέψεών της, που εκφράζονται από την ψυχρή και παραιτημένη έκφρασή της, και του κοινωνικού της ρόλου, που συμβολίζεται από την επίσης επιμηκυσμένη λεκάνη.[4] Οι ερευνητές διαπίστωσαν, επίσης, ότι η συγκεκριμένη στάση (πόζα) της οδαλίσκης είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί από φυσιολογικό άνθρωπο. Η στάση θυμίζει κάπως τον πίνακα του Νταβίντ Madame Recamier,[5] από τον οποίο φαίνεται να άντλησε την έμπνευσή του ο Ενγκρ. Ο πίνακας του Νταβίντ έμεινε ημιτελής, όταν ο ζωγράφος ανακάλυψε ότι η Ζυλιέτ Ρεκαμιέ είχε αναθέσει πίνακα με το ίδιο θέμα και στον Φρανσουά Ζεράρ (François Gérard). Το συνολικό έργο του Ενγκρ δείχνει αφενός μεν μια τάση στην απεικόνιση του γυμνού γυναικείου σώματος, αφετέρου μια επίδραση από την Ανατολή: Το θέμα του συγκεκριμένου πίνακα είναι σαφώς παρμένο από τις συνθήκες της Αυλής της Ανατολής, όπως και οι πίνακές του το τουρκικό λουτρό, "Η λουομένη του Βαλπινσόν" (The Valpinçon Bather) αλλά και αρκετά άλλα έργα του.[3]

Ωστόσο, η χρήση των χρωμάτων, ο φωτισμός και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν είναι μοναδικές. Δημιουργούν την αίσθηση του αισθησιασμού, του μυστηρίου και της εξιδανίκευσης. Ο Γιοχάνες Ίττεν, μελετώντας χρωματικά τον πίνακα, τονίζει την χρήση του μπλε χρώματος, την αντίθεση μεταξύ ανοιχτών και σκούρων και την ποιοτική αντίθεση των χρωμάτων.[6] Το φόντο είναι μάλλον απροσδιόριστο, καθώς αποτελείται από ένα σημαντικού μεγέθους σκουρόχρωμο - λόγω του χαμηλού του φωτισμού, όπως επέλεξε ο καλλιτέχνης - τοίχο, γεγονός που κάνει το μάτι του θεατή να έλκεται περισσότερο από τη γυναικεία μορφή, η οποία δημιουργεί έντονη αντίθεση με το φόντο. Το βλέμμα της οδαλίσκης είναι στραμμένο προς τον θεατή, ενώ η βεντάλια της, από φτερά παγωνιού μοιάζει σαν να έχει μόλις χρησιμοποιηθεί.[7] Τα αντικείμενα πολυτελείας που την περιβάλλουν δέχτηκαν, επίσης, ισχυρή κριτική όταν παρουσιάστηκε ο πίνακας, καθώς θεώρησαν ότι η μορφή της γυναίκας "θυσιάστηκε" για χάρη της απεικόνισής τους.[5] Το γυμνό σώμα καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο τον καμβά, καθώς το κεφάλι, οι γλουτοί και ο αγκώνας απέχουν ελάχιστα από τα όρια του καμβά. Τα δάχτυλα των ποδιών εξέχουν από τα όρια του ανακλίντρου.[3]

Ο Ενγκρ έδινε μεγάλη σημασία στη σχεδίαση[3] και ο πίνακας αυτός δεν αποτελεί εξαίρεση: Η γυναικεία μορφή είναι σχεδιασμένη με απαλές καμπύλες (που ο καλλιτέχνης προτιμούσε) και το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία έργου υψηλής αισθητικής αλλά και αισθησιασμού. Ωστόσο, δεν παραμέλησε και την χρωματική ισορροπία του έργου του. Στη δημιουργία της αισθησιακής ατμόσφαιρας συμβάλλει η χρήση των "ψυχρών" μπλε αποχρώσεων στην κουρτίνα, σε συνδυασμό με τις χρυσαφιές αποχρώσεις των υπόλοιπων υφασμάτων, που προσδίδουν μια απόχρωση μυστηρίου στη γυναικεία μορφή. Στην απόδοση των διαφόρων τμημάτων του γυμνού φαίνεται η επίδραση του μανιερισμού (αλλά και πιθανόν των εικονογραφήσεων περσικών χειρογράφων). Σε αντίθεση με τις απαλές γραμμές της μορφής, η απεικόνιση των λεπτομερειών, όπως των διαφόρων υφασμάτων τόσο του ανακλίντρου όσο και της κουρτίνας, είναι ιλλουζιονιστικής αντίληψης, κάτι που δημιουργεί παράξενο συνδυασμό.[1] Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε συνεκτικές πινελιές για να αποδώσει με σχεδόν φωτογραφική πιστότητα την υφή του δέρματος στο γυναικείο σώμα αλλά και του μεταξιού και του ατλαζιού (σατέν) των υφασμάτων.[3]

Το έργο του Ενγκρ, που επικεντρώνεται στο γυναικείο γυμνό και ιδιαίτερα αυτός ο πίνακας δέχτηκαν, επίσης, σοβαρές επικρίσεις από την μελέτη της Τζέσικα Τσίγκενφους (Jessica Ziegenfuss) "The Grande Odalisque and Feminist Psychoanalysis: Hegemonic and Subversive Re-Interpretation of an Image", σύμφωνα με την οποία η δυτική κουλτούρα όταν αναφέρεται στον όρο "ομορφιά" εννοεί μια κατηγορία ανδρικής ευχαρίστησης, η οποία είναι, σύμφωνα με την ερευνήτρια, φαλλοκεντρική. Κατά την άποψη της ερευνήτριας, υπάρχει βαθύτερη πολυπλοκότητα στις εικόνες που χαρακτηρίζονται ως απεικονίζουσες την "ομορφιά" σύμφωνα με την οπτική του άνδρα στον δυτικό πολιτισμό, οι οποίες χρειάζονται βαθύτερη ανάλυση (αποδόμηση) προκειμένου να γίνουν αντιληπτές.[8]