Η μπαγιαντέρα
Η Μπαγιαντέρα (Γαλλικά: La Bayadère, Ρώσικα: Баядерка) είναι μπαλέτο σε τέσσερες πράξεις, επτά σκηνές και τελική αποθέωση του Γάλλου χορογράφου Μαριούς Πετιπά, σε μουσική του Λούντβιχ Μίνκους. Αφηγείται μια ιστορία αγάπης, προδοσίας, φόνου και εκδίκησης και έχει ως πρωταγωνιστικό δίδυμο τη μπαγιαντέρα Νικίγια και τον ένδοξο πολεμιστή Σόλορ. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1877 από το Αυτοκρατορικό Θέατρο Μπολσόι Καμένι στην Αγία Πετρούπολη. Η σκηνή με την ονομασία «Το Βασίλειο των Σκιών» από την Γ΄ Πράξη, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της τέχνης του κλασικού μπαλέτου και πολλές φορές έχει παρουσιαστεί σαν αυτόνομο μονόπρακτο μπαλέτο. [1]
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η υπόθεση διαδραματίζεται στην αρχαία Ινδία, η θεματολογία από την εξωτική Ανατολή χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στο μπαλέτο του 19ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στο Le Dieu et la Bayadère του Φιλίππο Ταλιόνι, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι το 1830, και στο οποίο είχε χορέψει ο Μαριούς Πετιπά στο ανέβασμά του στο Μπορντό. Η γοητεία της Ανατολής αυξήθηκε όταν, το 1838, ένας θίασος χορευτών από την Ινδία επισκέφτηκε το Παρίσι. Το 1858 στο Παρίσι, ο Λουσιέν Πετιπά, αδελφός του Μαριούς, χορογράφησε το δίπρακτο μπαλέτο Σακουντάλα, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ινδού ποιητή Καλιντάσα. Το 1875 η επίσκεψη του Πρίγκιπα της Ουαλίας στην Ινδία καλύφθηκε από κάθε ευρωπαϊκή εφημερίδα και περιοδικό και είχε δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αυτήν τη χώρα. Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για τον Πετιπά στη δημιουργία της Μπαγιαντέρας.[2] Το λιμπρέτο δημιουργήθηκε από τον ίδιο με τη αρωγή του συγγραφέα Σεργκέι Κουντέκοφ.[3]
Μπαγιαντέρα είναι ο ευρωπαϊκός όρος για τις devadasi, που υπηρετούν σε ινδουιστικούς ναούς ως ιέρειες αφιερωμένες στη μουσική και το χορό.[4] Ο όρος μπαγιαντέρα χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος και σε άλλα έργα, πριν και μετά το μπαλέτο του Πετιπά: το 1810 ο συνθέτης Σαρλ-Σιμόν Κατέλ είχε γράψει την τρίπρακτη όπερα Les bayadères, ο Γιόχαν Στράους ο νεότερος παρουσίασε το 1871 την γρήγορη πόλκα Die Bajadere (Op. 351), το 1921 ο Ούγγρος συνθέτης Emmerich Kálmán έγραψε την οπερέτα Die Bajadere[σημ. 1].
Παρόλο που το θέμα του μπαλέτου σχετίζεται με την Αρχαία Ινδία, η μουσική του Λούντβιχ Μίνκους δεν παραπέμπει σε παραδοσιακές μορφές ινδικού χορού και μουσικής. Το μπαλέτο ήταν ουσιαστικά ένα όραμα της Ανατολής μέσα από τα ευρωπαϊκά μάτια του 19ου αιώνα. Παρόλο που ορισμένα τμήματα της παρτιτούρας του Μίνκους περιέχουν μελωδίες που θυμίζουν την Ανατολή, η παρτιτούρα του είναι ένα απόλυτο παράδειγμα της μουσικής dansante που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή, με μια αλυσίδα από μελωδικές πόλκες, adagios, βιεννέζικα βαλς και τα παρόμοια.
Ο Πετιπά πέρασε σχεδόν έξι μήνες προετοιμάζοντας την πρεμιέρα της Μπαγιαντέρας. Τον ανησυχούσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο διευθυντής του θεάτρου είχε μόλις αυξήσει τις τιμές των εισιτηρίων και φοβόταν πως η νέα του δουλειά θα παιζόταν σε ένα άδειο θέατρο. Η Μπαγιαντέρα όμως έμελλε να γίνει ένας από τους πρώτους θριάμβους του Πετιπά στο Αυτοκρατορικό Θέατρο της Αγίας Πετρούπολης και η σκηνή της Γ' Πράξης από το «Βασίλειο των Σκιών» να είναι αναμφισβήτητα η πιο διάσημη σύνθεσή του από όλες. Στην αρχική παραγωγή του 1877, η σκηνή τοποθετήθηκε σε ένα φωτισμένο κάστρο στον ουρανό, όπου ξεκινά η είσοδος εξήντα τεσσάρων μπαλαρίνων του corps de ballet. Την «Είσοδο των Σκιών» την εμπνεύστηκε από τις εικονογραφήσεις του Γκουστάβ Ντορέ για τον Παράδεισο του Δάντη από τη Θεία Κωμωδία. Οι χορεύτριες ήταν ντυμένες στα λευκά, με πέπλα τεντωμένα γύρω από τα χέρια τους. Κάθε μια έκανε την είσοδό της κατεβαίνοντας από μια μεγάλη ελικοειδή ράμπα από πάνω δεξιά με ένα απλό αραμπέσκ και Cambré και τα χέρια στην πέμπτη θέση. Με δύο βήματα προς τα εμπρός, έκανε χώρο για την επόμενη χορεύτρια και ο συνδυασμός συνεχιζόταν έτσι, σε φιδίσιο μοτίβο, μέχρι ολόκληρο το corps de ballet να γεμίσει τη σκηνή σε οκτώ σειρές των οκτώ.[5] Ο Πετιπά άφησε την «Είσοδο των Σκιών» χωρίς τεχνική πολυπλοκότητα, η ένωση του συνόλου καθώς κατέβαιναν οι μπαλαρίνες ήταν η πρόκληση, καθώς το παραμικρό λάθος κάθε χορεύτριας θα χαλούσε ολόκληρη τη χορογραφία.[3]
Κύριοι ρόλοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ρόλος | Ερμηνευτές Παγκόσμιας Πρεμιέρας 4 Φεβρουαρίου 1877 |
---|---|
Νικίγια, μπαγιαντέρα | Αικατερίνα Βάζεμ (Екатери́на Ва́зем) |
Σόλορ, πολεμιστής | Λεβ Ιβάνοφ (Лев Ива́нов) |
Γκαμζάττι, κόρη του Μαχαραγιά | Μαρία Γκορσενκόβα (Мари́я Горшенко́ва) |
Μεγάλος Βραχμάνος | Νικολάι Γκολτζ (Николай Гольц) |
Μαχαραγιάς | Κρίστιαν Γιόχανσον (Христиа́н Иогансо́н) |
Πλοκή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Α΄ Πράξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτη σκηνή: έξω από έναν ινδουιστικό ναό. Φτάνει μια ομάδα πολεμιστών και ανάμεσά τους είναι ο Σόλορ, ο ευγενέστερος όλων. Ξεκινούν για το κυνήγι της τίγρης. Ο Σόλορ μένει πίσω, ισχυριζόμενος ότι θέλει να προσευχηθεί μόνος δίπλα στην ιερή πυρά που καίει έξω από το ναό, αλλά ο πραγματικός του σκοπός είναι να συναντήσει την κρυφή ερωμένη του, την όμορφη μπαγιαντέρα Νικίγια, η οποία έχει επιλεγεί ως επικεφαλής μπαγιαντέρα για μια εορταστική τελετουργία που πρόκειται να λάβει χώρα. Ο Σολόρ ικετεύει τον Μαντάβια, τον επικεφαλή των φακίρηδων, να πει στη Νικίγια ότι θα την περιμένει. Ο Μαντάβια συμφωνεί και ο Σόλορ κρύβεται καθώς οι ιερείς και ο Μεγάλος Βραχμάνος βγαίνουν από το ναό. Ο Μαντάβια καλεί τους άλλους φακίρηδες να ετοιμάσουν την ιερή πυρά και οι μπαγιαντέρες φτάνουν καθώς αρχίζει το τελετουργικό. Η τελετουργική σκηνή περιέχει τρία χορευτικά νούμερα – το Χορό των Μπαγιαντέρων, το Χορό των Φακίρηδων και τέλος, την βαριασιόν της Νικίγια. Ο Μεγάλος Βραχμάνος, γοητευμένος από την ομορφιά της Νικίγια, της εκδηλώνει τον έρωτά του και της υπόσχεται να βάλει όλα τα πλούτη της Ινδίας στα πόδια της, αλλά η Νικίγια τον απορρίπτει, υπενθυμίζοντάς του τη θέση του στο ναό. Οι μπαγιαντέρες φέρνουν νερό από την ιερή πηγή στους φακίρηδες και ο Μαντάβια παραδίδει το μήνυμα του Σόλορ στη Νικίγια. Όλοι επιστρέφουν στο ναό και οι εραστές συναντιούνται. Ο Σολόρ και η Νικίγια συμφωνούν να αποδράσουν και ορκίζονται αιώνια αγάπη και πίστη ο ένας στον άλλο πάνω από την ιερή πυρά, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο Μεγάλος Βραχμάνος τους παραμονεύει. Η Νικίγια επιστρέφει κρυφά στο ναό και οι πολεμιστές γυρίζουν ικανοποιημένοι από το κυνήγι, έχοντας αιχμαλωτίσει μια τίγρη. Καθώς οι πολεμιστές φεύγουν, η Νικίγια εμφανίζεται ξανά στο παράθυρο και καληνυχτίζει τον Σόλορ, ο οποίος υπόσχεται να θυμηθεί τον όρκο του. Ωστόσο, ο Μεγάλος Βραχμάνος, έξαλλος από θυμό και ζήλια, βγαίνει από το ναό και παρακαλεί τους θεούς να τον βοηθήσουν να καταστρέψει τον αντίπαλό του.
Δεύτερη σκηνή: παλάτι του Μαχαραγιά. Ο Μαχαραγιάς καλεί την κόρη του τη Γκαμζάττι και της ανακοινώνει ότι ήρθε η ώρα για τον γάμο της με τον Σόλορ, με τον οποίο είναι λογοδοσμένοι από παιδιά. Όταν ανακοινώνεται ο αρραβώνας, ο Σόλορ δεν χαίρεται γιατί δεν έχει ξεχάσει τους όρκους του στη Νικίγια και προσπαθεί να αρνηθεί το χέρι της πριγκίπισσας, αλλά ο Μαχαραγιάς είναι ανένδοτος και θυμώνει. Αν ο Σόλορ αντιταχθεί στις επιθυμίες του θα το θεωρήσει εσχάτη προδοσία. Συνεπώς ο Σόλορ δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμμορφωθεί. Τότε, μπαίνει ο Μεγάλος Βραχμάνος και αποκαλύπτει στο Μαχαραγιά τη σχέση του Σόλορ με τη Νικίγια και τον όρκο τους για αιώνια αγάπη, θέλοντας έτσι να βγάλει από τη μέση τον ερωτικό του αντίζηλο. Ωστόσο, το σχέδιό του αποτυγχάνει φρικτά γιατί ο Μαχαραγιάς αποφασίζει ότι η Νικίγια είναι αυτή που πρέπει να πεθάνει. Τρομοκρατημένος ο Μεγάλος Βραχμάνος τον προειδοποιεί ότι η δολοφονία ενός μέλους του ναού θα προκαλέσει την οργή των θεών και ο ίδιος και το σπίτι του θα πληρώσουν τρομερό τίμημα για ένα τέτοιο έγκλημα. Ο Μαχαραγιάς όμως αρνείται να υποχωρήσει. Οι δύο άντρες φεύγουν, αγνοώντας ότι η Γκαμζάττι άκουσε τη συνομιλία τους. Καλεί τη Νικίγια και της ζητά να χορέψει στον επικείμενο γάμο της. Ακολουθεί καβγάς μεταξύ των γυναικών καθώς η Γκαζάττι ζητά από τη Νικίγια να παραιτηθεί από τον Σόλορ. Δεν καταφέρνει να την πείσει ούτε όταν προσφέρει τα κοσμήματά της σε αντάλλαγμα. Η Νικίγια, έξαλλη, απειλεί την Γκαμζάττι με ένα στιλέτο, αλλά την τελευταία στιγμή την απομακρύνει μια υπηρέτρια. Καθώς η Νικίγια αποχωρεί, η Γκαμζάττι ορκίζεται να καταστρέψει την αντίπαλό της.
Β΄ Πράξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ η πρώτη πράξη αποτελείται ως επί το πλείστον από παντομίμα, η δεύτερη πράξη είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στο χορό με πολλαπλά divertissements (danse d'esclaves, Pas des éventails, valse des perroquets, δύο pas de quatres και ίσως οι δύο πιο διάσημοι χοροί, το Danse manu και το Pas des guerriers – Danse infernale). Οι χοροί ολοκληρώνονται με ένα coda générale.
Στον κήπο του παλατιού του Μαχαραγιά, κατά τη διάρκεια της γιορτής του Badrinata (Βισνού), ξεκινά μια μεγαλειώδης πομπή με χορευτές και ένα είδωλο του θεού Βισνού, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ο Σόλορ που κάνει την είσοδό του πάνω σε έναν ελέφαντα και στη συνέχεια παρουσιάζει την αιχμαλωτισμένη τίγρη στο Μαχαραγιά. Έρχεται η σειρά της Νικίγια να χορέψει, κάτι που κάνει σφιγμένη καρδιά. Η διάθεσή της φωτίζεται, ωστόσο, όταν της παρουσιάζουν ένα καλάθι με λουλούδια, το οποίο της λένε ότι είναι δώρο από τον Σόλορ. Στην πραγματικότητα είναι από το Μαχαραγιά και τη Γκαμζάττι, οι οποίοι έχουν κρύψει ένα δηλητηριώδες φίδι ανάμεσα στα άνθη. Το φίδι δαγκώνει τη Νικίγια. Ο Μεγάλος Βραχμάνος της κάνει μια τελευταία προσφορά, το αντίδοτο στο δηλητήριο, αν απαρνηθεί τον έρωτά της για τον Σόλορ, αλλά η Νικίγια αρνείται και πεθαίνει στην αγκαλιά του Σόλορ, μένοντας πιστή στον όρκο της και παρακαλώντας τον Σολόρ να θυμηθεί τον δικό του, ενώ η δολοφονία της στρέφει την οργή των θεών προς τους ένοχους.
Γ΄ Πράξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτη Σκηνή: Η αυλαία σηκώνεται αποκαλύπτοντας τον Σολόρ στο δωμάτιό του βυθισμένο στη θλίψη και τις ενοχές για το θάνατο της Νικίγια και την αποτυχία του να παραμείνει πιστός στον όρκο του. Ο Μαντάβια και ένας γητευτής φιδιών μάταια προσπαθούν να φτιάξουν τη διάθεσή του ερμηνεύοντας ένα κωμικό νούμερο. Στη συνέχεια δέχεται μια ανεπιθύμητη επίσκεψη από τη Γκαμζάττι, που προσπαθεί ανεπιτυχώς να τον κερδίσει. Ξαφνικά εμφανίζεται η σκιά της Νικίγια που κλαίει, αλλά μόνο ο Σόλορ μπορεί να τη δει. Ο Σόλορ διώχνει τη Γκαμζάττι και η σκιά της Νικίγια συνεχίζει να τον στοιχειώνει. Εξαντλημένος, ο Σολόρ καπνίζει όπιο και αποκοιμιέται βλέποντας τη Νικίγια σε ένα ένδοξο ουράνιο βασίλειο που ονομάζεται «Βασίλειο των Σκιών».
Δεύτερη Σκηνή: Ο Σολόρ εκλιπαρεί για συγχώρεση και οι εραστές συμφιλιώνονται σε ένα μεγαλειώδες adagio συνοδευόμενοι από το corps de ballet. Μετά τις βαριασιόν των τριών Σκιών έρχεται ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα – η βαριασιόν της Νικίγια με το πέπλο. Η σκηνή ολοκληρώνεται με ένα coda, κατά τη διάρκεια της οποίας υπάρχει μια στιγμή όπου ο Σόλορ προσπαθεί μάταια να αδράξει τη Νικίγια, παρουσιάζοντας την εικόνα του ήρωα που κυνηγά τη άπιαστη γυναίκα που αγαπά. Στο τέλος του coda, ο Σόλορ πιάνει τη Νικίγια, ενώ η σκηνή σκοτεινιάζει και το όνειρο τελειώνει.
Τρίτη Σκηνή: Ο Σόλορ ξυπνά από το όνειρό του από τον Μαντάβια και τους πολεμιστές, οι οποίοι του υπενθυμίζουν ότι η μέρα του γάμου έφτασε και εκείνος τους ακολουθεί απρόθυμα.
Δ΄ Πράξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο παλάτι του Μαχαραγιά εκτυλίσσεται η γαμήλια τελετή. Καταφθάνουν ο Μαχαραγιάς, η Γκαμζάττι και ο Σόλορ, ο οποίος είναι πολύ απόμακρος, καθώς ο νους του είναι μόνο στη Νικίγια. Ο γάμος ξεκινά με ένα χορευτικό νούμερο που ονομάζεται Χορός των Ανθέων του Λωτού, ο οποίος εκτελείται από είκοσι τέσσερις χορεύτριες με γιρλάντες. Κάποια στιγμή, οι χορεύτριες κάνουν έναν κύκλο στη μέση της σκηνής και χτυπούν το πάτωμα με τις γιρλάντες τους, μετά από αυτό, η Νικίγια ανεβαίνει στη σκηνή μέσω μιας καταπακτής και χορεύει το υπόλοιπο του χορού μόνη της. Ο Σολόρ, στον οποίον μόνο είναι ορατή, την καταδιώκει, κάτι που αφήνει όλους τους άλλους να πιστεύουν ότι χάνει τα λογικά του. Ακολουθεί το Grand Pas d’action από την Γκραμζάττι, τον Σόλορ, τέσσερις μπαγιαντέρες, έναν καβαλάρη και τη σκιά της Νικίγια, που συνεχίζει να στοιχειώνει τον Σόλορ, υπενθυμίζοντάς του τον όρκο του. Καθώς ο γάμος συνεχίζεται, η φρίκη κλιμακώνεται, η Γκραμζάττι λαμβάνει μια δυσάρεστη υπενθύμιση του εγκλήματος της, όταν της παρουσιάζουν ένα καλάθι με λουλούδια, πανομοιότυπο με αυτό που έδωσε στη Νικίγια και η σκιά της αντιπάλου της εμφανίζεται σε όλους τους παρευρισκόμενους. Η τρομοκρατημένη Γκραμζάττι παροτρύνει τον πατέρα της να ολοκληρώσει το γάμο, αλλά πριν ο Μεγάλος Βραχμάνος προλάβει να ολοκληρώσει την τελετή, σε μια δραματική κορύφωση, το παλάτι καταστρέφεται από έναν μεγάλο σεισμό που στάλθηκε από τους εξαγριωμένους θεούς για να εκδικηθούν το φόνο της Νικίγια, σκοτώνοντας όλους τους παρευρισκόμενους και θάβοντάς τους κάτω από τα ερείπια. Το μπαλέτο τελειώνει με μια αποθέωση, που δείχνει μια εικόνα του θεού Βισνού και οι Σκιές του Σόλορ και της Νικίγια φαίνονται να πετούν μαζί πάνω από τη βροχή προς τους Ουρανούς, ενωμένοι σε παντοτινή αγάπη.[3]
Επόμενες παραγωγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια νέα εκδοχή της Μπαγιαντέρας ανέβασε ο Πετιπά το Δεκέμβριο του 1900, στην οποία έδωσε μια διαφορετική σκηνική απόδοση του «Βασίλειου των Σκιών». Τον Δεκέμβριο του 1932 η Αγκριπίνα Βαγκάνοβα παρουσίασε τη δική της εκδοχή της Μπαγιαντέρας με τα Μπαλέτα Κίροφ [σημ. 2]. Το 1941 τα Κίροφ ανέβασαν πάλι την Μπαγιαντέρα στην εκδοχή του Balletmaster Βλαντιμίρ Πονομάρεφ. Σε αυτήν την εκδοχή βασίζονται σχεδόν όλες οι επόμενες παραγωγές και έκτοτε έμεινε σταθερά στο ρεπερτόριο του θιάσου.
Η Μπαγιαντέρα άργησε να παρουσιαστεί στο θέατρο Μπολσόι της Μόσχας. Την ανέβασε ο Αλεξάντερ Γκόρσκι στις 25 Ιανουαρίου 1904, δίνοντας μια δική του αναθεωρημένη εκδοχή. Της πρόσθεσε επιπλέον μουσικά κομμάτια των Αλεξάντρ Λουιτζίνι, Ανρί Βιετάν, Ερνέστ Γκιρώ και άλλων. Διαφοροποίησε την εορταστική σκηνή στην Δεύτερη Πράξη. Έστησε νέους χορούς που συνδέονταν με την Ινδία και που απείχαν πολύ από τα πρότυπα του μπαλέτου του 19ου αιώνα. Ακόμη και η διάσημη σκηνή του «Βασιλείου των Σκιών» αναθεωρήθηκε, παίρνοντας έναν πιο ανατολίτικο χαρακτήρα. Οι καλλιτέχνες φορούσαν ένα είδος σάρι, το παραδοσιακό ινδικό ένδυμα. Τα βήματα έχασαν την ακαδημαϊκή τους αυστηρότητα. Η τελευταία έκδοση της Μπαγιαντέρας του Γκόρσκι ανέβηκε το 1923 από τον Βασίλι Τιχομίροφ, ο οποίος όμως έφερε το «Βασίλειο των Σκιών» στην κλασική του μορφή και πιο κοντά στην αρχική άποψη του Πετιπά. Μετά τη δεκαετία του 1940, η Μπαγιαντέρα έφυγε από το ρεπερτόριο των Μπολσόι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τρεις φορές μόνο ανέβηκε ως ανεξάρτητο μονόπρακτο μπαλέτο το «Βασίλειο των Σκιών». Η πλήρης εκδοχή της Μπαγιαντέρας επέστρεψε στα Μπολσόι μόνο το 1991. Υπεύθυνος για το νέο της ανέβασμα ήταν ο Γιούρι Γκριγκόροβιτς, ο οποίος ακολούθησε την κανονική έκδοση της Αγίας Πετρούπολης από τον Βλαντιμίρ Πονομάρεφ.[6]
Εκτός Ρωσίας η Μπαγιαντέρα παρέμεινε σχεδόν άγνωστη μέχρι το 1961, όταν τα μπαλέτα Κίροφ παρουσίασαν το «Βασίλειο των Σκιών» στην Οπερά Γκαρνιέ στο Παρίσι, με τον 23χρονο χορευτή Ρούντολφ Νουρέγιεφ να γοητεύει το κοινό.[σημ. 3][7] Αυτή τη σκηνή ανέβασε μετά 2 χρόνια και ο Νουρέγιεφ για το Βασιλικό Μπαλέτο στο Λονδίνο, με τη Μαργκότ Φοντέιν στο ρόλο της Νικίγια. Η Μπαγιαντέρα έμελλε να γίνει και το τελευταίο μπαλέτο που ανέβασε ο Νουρέγιεφ το 1992 ως χορογράφος και maître de ballet για το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού. Εργάστηκε σκληρά για την προετοιμασία της παράστασης, αψηφώντας την ασθένειά του (είχε προσβληθεί από τον ιό του HIV) και πέθανε 3 μήνες μετά την πρεμιέρα. Η παράσταση πήγε σε περιοδεία στη Βαρκελώνη, την Ουάσιγκτον και την Αθήνα (1993)[8], τη Νέα Υόρκη (1996), το Μάντσεστερ (2000) και στο Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες (Απρίλιος/Μάιος 2001). [9]
Το 1974 η Νατάλια Μακάροβα ανέβασε το «Βασίλειο των Σκιών» για το American Ballet Theatre στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια, το 1980, ανέβασε το έργο ολοκληρωμένο, ανέβασμα που βασιζόταν κυρίως στην εκδοχή του Πονομάρεφ για τα Κίροφ.[10] Η παράσταση είχε πολύ μεγάλη επιτυχία και από τότε εντάχθηκε στο ρεπερτόριο του θιάσου. Η Μακάροβα ανέβασε την εκδοχή της σε πολλά θέατρα ανά την υφήλιο, στην Ιταλία, στην Πολωνία, στη Σουηδία, στη Βρετανία[11], στην Αυστραλία κ.ά.
Νέες παραγωγές της Μπαγιαντέρας παρουσιάζονται συνεχώς, όπως το 1998 στο Κρατικό Μπαλέτο Βαυαρίας σε χορογραφία του Πατρίς Μπαρ, το 1999 στην Κρατική Όπερα της Βιέννης με χορογράφο τον Βλαντιμίρ Μαλακόφ, το 2002 πάλι από τα Μπαλέτα Κίροφ σε χορογραφία του Σεργκέι Βικάρεφ κ.ά.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ο λαϊκός συνθέτης Δημήτρης Γκόγκος διασκεύασε ένα τραγούδι αυτής της οπερέτας και έμεινε γνωστός ως ο Μπαγιαντέρας.
- ↑ Τα Αυτοκρατορικά Μπαλέτα της Αγίας Πετρούπολης μετονομάστηκαν σε Κίροφ από το 1935. Από το 1992 πήραν την ονομασία Μαριίνσκι.
- ↑ Κατά την αναχώρησή του από το Παρίσι στις 16 Ιουνίου 1961, ο Νουρέγιεφ ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία, εγκαταλείποντας έτσι τη χώρα του και τα Κίροφ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ««Μπαγιαντέρα»: Ένα από τα αριστουργήματα της τέχνης του κλασικού μπαλέτου». Η Ναυτεμπορική. 19 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2024.
- ↑ Tiziana Leucci (2019). «Η κληρονομιά του ρομαντισμού και του οριενταλισμού στα μπαλέτα του Μαριούς Πετιπά με ινδικό μοτίβο: «La Bayadère» και «The Talisman»». Bulletin of the Academy of Russian Ballet. A. Ya. Vaganova 6 (65): 23-32. https://vaganov.elpub.ru/jour/article/viewFile/1224/899.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 «La Bayadère». THE MARIUS PETIPA SOCIETY. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ Κωνσταντίνος Τσίλης. «ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ: ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΝΔΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΣΤΩΝ.(σελ. 247)» (PDF). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «LA BAYADÈRE - Entrance of the Shades - Act 3 (Opera de Paris)». YouTube. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «LA BAYADÈRE». Επίσημος ιστότοπος Θεάτρου Μπολσόι. Ανακτήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «LA BAYADÈRE». Opera de Paris. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2024.
- ↑ «Αποθέωση στη σκιά του Ιερού Βράχου». Τα Νέα. 20 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2024.
- ↑ «LA BAYADÈRE». Fondation Rudolf Noureev. Ανακτήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «La Bayadère». American Ballet Theatre. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2024.
- ↑ «La Bayadère». Royal Opera House. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2024.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Παράσταση της Μπαγιαντέρας το 2013 στο Θέατρο Μπολσόι
- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα La Bayadère στο Wikimedia Commons