Ιερός Συνασπισμός (1684)
Ο Ιερός Συνασπισμός (Λατινικά: Sacra Ligua, γερμανικά: Heilige Liga, ή Ιερός Συνασπισμός του Λιντς[1]) του 1684 ήταν ένας συνασπισμός ευρωπαϊκών εθνών που σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου. Γεννημένος από τη Συνθήκη της Βαρσοβίας, ιδρύθηκε ως μέσο για να αποτραπεί η περαιτέρω οθωμανική επέκταση στην Ευρώπη. Αυτή η ενοποίηση μεγάλου μέρους της στρατιωτικής ισχύος της Ευρώπης οδήγησε σε άνευ προηγουμένου στρατιωτικές επιτυχίες, με την ανάκτηση μεγάλων εκτάσεων που είχαν απωλεσθεί στο παρελθόν στο Μοριά, τη Δαλματία και το Δούναβη στην ονομασθείσα «14η σταυροφορία».
Η συγκρότηση του Συνασπισμού έχει αναγνωριστεί ως σημείο καμπής στην οθωμανική ιστορία. Αναγκάζοντας την Αυτοκρατορία να υποχωρήσει σε πολλά μέτωπα, μετατόπισε την ισορροπία δυνάμεων εις βάρος των Οθωμανών, οδηγώντας σε περιορισμό της παρουσίας τους στην Ευρώπη και στη συνέχεια στη διάλυση του Συνασπισμού το 1699.
Ιστορικό και προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οθωμανικός ιμπεριαλισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε προσαρτήσει μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης υπό τον έλεγχο του μεγάλου βεζίρη Μωάμεθ Δ΄ μέσω πολλών κατακτήσεων. Μετά την παράδοση από την Πολωνία του μεγαλύτερου μέρους της Δεξιάς Όχθης της Ουκρανίας το 1681 η Αυτοκρατορία συνόρευε με την Πολωνία, την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και το Βασίλειο της Ρωσίας.[2] Είχε αποκτήσει τον άμεσο έλεγχο όλης της νοτιοανατολικής Ευρώπης και πολλά ελεύθερα κράτη όπως η Βλαχία, η Τρανσυλβανία και η Μολδαβία είχαν γίνει εγιαλέτια υποτελή της Αυτοκρατορίας.[3] Την Κρήτη, την Κύπρο και άλλα νησιά της Μεσογείου στρατηγικής σημασίας τα είχε επίσης αποσπάσει από τη Βενετική Δημοκρατία.[4]
Το αποκορύφωμα της οθωμανικής προέλασης ήταν η δημιουργία ενός στρατιωτικού διαδρόμου από την Κωνσταντινούπολη, μέσω της Μοραβίας και του Βελιγραδίου που ελέγχονταν από τους Τούρκους, μέχρι το φρούριο, άλλοτε των Αψβούργων, Ερσεκουϊβαρ στη Βασιλική Ουγγαρία.[5][6] Στον απόηχο αυτού του διαδρόμου υπήρξε μια εισροή οθωμανικής κουλτούρας, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής νέων σχολείων, λουτρών και τζαμιών, στην αποκληθείσα «μουσουλμανική διείσδυση» στην Ευρώπη.[6] Στο ενετικό νησί της Χίου οι Οθωμανοί απαγόρευσαν κάθε ρωμαιοκαθολική λατρεία, μετατρέποντας προηγούμενες καθολικές εκκλησίες σε τζαμιά. Εξέχουσες χριστιανικές προσωπικότητες εκείνη της εποχής, όπως ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΑ΄ και ο μοναχός Μάρκο ντ' Αβιάνο, είδαν αυτές τις προελάσεις ως ξένη απειλή για το Χριστιανισμό.[7]
Αποσχιστικά κινήματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ταυτόχρονο με την οθωμανική απειλή ήταν ένα αυξανόμενο αποσχιστικό κίνημα στη Βασιλική Ουγγαρία. Υπό την ηγεσία του Λεοπόλδου Α' η Μοναρχία των Αψβούργων είχε επιτρέψει να μείνουν ατιμώρητες οι ενέργειες κατά της Προτεσταντικής Εκκλησίας στην Ουγγαρία, που περιλάμβαναν τη μετατροπή των προτεσταντικών εκκλησιών και την απέλαση των ιερέων τους.[8] Αυτό το κίνημα της αντιμεταρρύθμισης απογοήτευε όλο και περισσότερο τον πληθυσμό της Ουγγαρίας από την κυριαρχία των Αψβούργων. Αυτό ενισχύθηκε μετά τη Συνθήκη του Βάσβαρ το 1664, όταν οι Αψβούργοι αρνήθηκαν να καταδιώξουν τις υποχωρούσες Οθωμανικές δυνάμεις πέρα από τα σύνορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γεγονός που τους επέτρεψε να εγκαταστήσουν φρουρές στην Ουγγαρία. Χρησιμοποιώντας έναν ήδη εγκατεστημένο στρατιωτικό διάδρομο οι Οθωμανοί αξιωματούχοι μπορούσαν στη συνέχεια να περάσουν ανεμπόδιστα στην Ουγγαρία, όπου απαίτησαν φόρο από τους Ούγγρους πλούσιους και την ελίτ.[9] Όταν οι Αψβούργοι αρνήθηκαν να παρέμβουν η ουγγρική εμπιστοσύνη στη Μοναρχία μειώθηκε περαιτέρω. Συνδυασμένο αποτέλεσμα της φθίνουσας εμπιστοσύνης και της αυξανόμενης οθωμανικής παρουσίας ήταν μια συνωμοσία για την προσάρτηση της Ουγγαρίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό κορυφώθηκε σε μια προσπάθεια επικοινωνίας με τον Τούρκο Μεγάλο Βεζίρη[10], που σταμάτησε μόνο με την αποκάλυψη της συνωμοσίας και την επακόλουθη εκτέλεση των κύριων συνωμοτών[11], ασκώντας πίεση στους Αψβούργους να απωθήσουν την οθωμανική παρουσία στη δυτική της επικράτεια.
Συνθήκη της Βαρσοβίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φοβούμενος περαιτέρω οθωμανικές προελάσεις στην Ευρώπη ο Βασιλιάς Σομπιέσκι Γ΄ της Πολωνίας προσπάθησε να συνάψει συμμαχία με το Λεοπόλδο Α'. Αυτό συνάντησε άμεση αντίδραση στην Πολωνική Δίαιτα, όπου το φιλοοθωμανικό γαλλικό κόμμα αποτελούσε σημαντική μειοψηφία.[12] Περαιτέρω διαπραγματεύσεις στη Δίαιτα οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ των γερουσιαστών, με το γαλλικό κόμμα να φοβάται ότι μια συμμαχία θα μείωνε τη γαλλική επιρροή στην Πολωνία. Αυτοί οι φόβοι αμβλύνθηκαν ελάχιστα από τη συμφωνία ότι επίκληση της συμμαχίας θα γινόταν μόνο αν η Βιέννη ή η Κρακοβία απειλείτο από τους Οθωμανούς. Τελικά η Πολωνική αυλή υπέγραψε τη Συνθήκη της Βαρσοβίας στις 31 Μαρτίου 1683 μόνο με την προτροπή του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΑ΄.[13] Αυτή η προτροπή περιλάμβανε μια παπική επιχορήγηση 200.000 αυτοκρατορικών τάλερ στην Πολωνία, την κινητοποίηση 60.000 στρατιωτών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το διορισμό ενός Καρδινάλιου Προστάτη για τον Σομπιέσκι Γ΄.
Η συμμαχία τέθηκε σε ισχύ μόλις έξι μήνες αργότερα, όταν οι Οθωμανοί πολιόρκησαν τη Βιέννη. Μετά το τέλος της πολιορκίας και την απελευθέρωση της πόλης από τις Πολωνικές δυνάμεις ο Σομπιέσκι έγραψε στον Πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ΄ προσφέροντάς του τον «ασβέστιο ζήλο του για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης».[14] Παρ' όλα αυτά ο Ιννοκέντιος είχε αγχωθεί, φοβούμενος ότι η Βιέννη δεν θα μπορούσε να αντέξει άλλη επίθεση. Πίστευε ότι χωρίς τη βοήθεια της Βενετίας, δεν υπήρχε περίπτωση να αποκρούσει περαιτέρω τουρκικές επιθέσεις.[15]Η Βενετία είχε ήδη εκφράσει την επιθυμία της να συμμετάσχει σε μια αντιτουρκική συμμαχία και επιθυμούσε να ανακτήσει τις μεσογειακές της κτήσεις από τους Οθωμανούς, ωστόσο, μια συμμαχία με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιπλέκεται από τις εντάσεις μεταξύ των δύο κρατών, λόγω της εκμετάλλευσης από τους Βενετούς πρεσβευτές της καλής θέλησης του Ιννοκέντιου ΙΑ΄ και των προνομίων τους στη Ρώμη.[16]
Ο Συνασπισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Συνθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την επιθυμία της Βενετίας να συμμετάσχει σε μια συμμαχία ο Ιερός Συνασπισμός σχεδιάστηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο IΑ΄. Σχεδιασμένος μετά από τη Συνθήκη της Βαρσοβίας, υποχρέωνε τα μέλη να κινητοποιήσουν τις δυνάμεις τους ενάντια σε κάθε οθωμανική απειλή αποκλειστικά και να συνεχίζουν τις εκστρατείες τους έως ότου όλα τα μέλη συμφωνήσουν να κάνουν ειρήνη.[17]Υπεγράφη στις 5 Μαρτίου 1684 στο Λιντς από εκπροσώπους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό την κυριαρχία της Μοναρχίας των Αψβούργων, της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και της Βενετικής Δημοκρατίας. Ολα τα άλλα χριστιανικά έθνη προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν επίσης. Στη συνέχεια ορκίστηκαν σ' αυτή ο Πάπας και οι περισσότεροι Καρδινάλιοι της Ρώμης στις 24 Μαΐου και ο Πάπας έγινε προστάτης του Συνασπισμού. Σύμφωνα με τη συμμαχία,
«Για να δώσουν μεγαλύτερη δύναμη στο ιερό εγχείρημα και για να δέσουν τη συμμαχία με άρρηκτους δεσμούς οι συμμαχικές Δυνάμεις επιλέγουν τον Πάπα και τους διαδόχους του, ως κοινό πατέρα του Χριστιανικού κόσμου, για προστάτη, εγγυητή και εκπρόσωπο της συμμαχίας». [18]
Ο Συνασπισμός όριζε ότι όλα τα μέλη έπρεπε να ενεργούν ανεξάρτητα και ότι θα διατηρούσαν όλες τις χώρες που θα κατακτούσαν. Αυτό αποδείχθηκε δύσκολο για τη Βενετία, που πίστευε ότι είχε ανεπαρκή στρατεύματα πεζικού και έτσι ο Λεοπόλδος Α' θα διεκδικούσε προηγουμένως ενετικά εδάφη στη Δαλματία.[19] Αυτό οδήγησε σε μια τροποποίηση του Συνασπισμού τις ημέρες που ακολούθησαν τη δημιουργία του, έτσι ώστε η Βενετία να λάβει όλη την ανακτημένη γη στη Δαλματία ούτως ή άλλως.
Το όνομα «Ιερός Συνασπισμός» έχει ονομαστεί όρος προπαγάνδας, που υπογραμμίζει τη σταυροφορική φύση του πολέμου που διεξήγαγαν τα μέλη.[20]
Το Βασίλειο της Ρωσίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη του Βασίλειου της Ρωσίας σε μια συμμαχία ξεκίνησαν στις αρχές του 1684, όταν ο νούντσιος της Πολωνίας Τζιρολάμο Μουονβίζι είχε αρχίσει να συμφιλιώνει τις σχέσεις με τη Ρωσία.[21] Οι προηγούμενοι εδαφικοί πόλεμοι είχαν καταλήξει σε μια εκεχειρία, και οι δύο δεν είχαν ακόμη επισήμως συνάψει ειρήνη.[22]Η Ρωσία είχε επίσης τότε τον έλεγχο του προηγουμένως πολωνικού Κιέβου, δημιουργώντας δύο εμπόδια που έπρεπε να ξεπεραστούν πριν η Ρωσία προσχωρήσει σε οποιαδήποτε συμμαχία.[23]
Ο Ιννοκέντιος ΙΑ΄ είχε παρόμοιες προθέσεις, στέλνοντας έναν απεσταλμένο στη Μόσχα τον Απρίλιο, και τον επόμενο μήνα έδωσε χρήματα στους Κοζάκους με το πρόσχημα ότι θα έδινε περισσότερα αν η Ρωσία προσχωρούσε στο Συνασπισμό. Αυτές οι διπλωματικές απόπειρες κορυφώθηκαν με προσωπική πρόσκληση του Πάπα τον Αύγουστο προς την Τσαρίνα Σοφία, καλώντας τη Ρωσία να ενταχθεί στον Ιερό Συνασπισμό. Αυτό έγινε τελικά αποδεκτό στις 26 Απριλίου 1686 μετά από μια συνθήκη ειρήνης με την Πολωνία.[24] Η Ρωσία προσχώρησε στην Ένωση με τον όρο ότι έπρεπε να κρατήσει το Κίεβο από τους Πολωνούς με αντάλλαγμα 1,5 εκατομμύριο φλωρίνια, με την απαίτηση να ξεκινήσουν τον πόλεμο με τους Οθωμανούς πριν από το τέλος του 1686.
Αντίθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έχοντας αναζωογονήσει τη μακροχρόνια συμμαχία της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία η Γαλλία είχε δηλώσει δημοσίως ότι θα αρνιόταν να βοηθήσει στην άμυνα ενάντια σε μια τουρκική εισβολή.[25] Πριν από τη Συνθήκη της Βαρσοβίας ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ άσκησε έλεγχο της Πολωνικής Δίαιτας μέσω μιας πληρωμένης γαλλικής μειονότητας, που προσπάθησε να σταματήσει τις προσπάθειες του Σομπιέσκι Γ΄ να συμμετάσχει σε μια συμμαχία με το Λεοπόλδο Α'.[12] Αυτό υποστηρίχθηκε σε όλη την Πολωνία από πράκτορες, που ισχυρίστηκαν ότι οι Αψβούργοι ζήτησαν βοήθεια από την Πολωνία με την πρόθεση να ανακτήσουν μόνο τα αυστριακά εδάφη[26]. Το 1692 αποκαλύφθηκε μια συνωμοσία για την εγκατάσταση ενός Γάλλου πρίγκιπα ως Πολωνού βασιλιά, που θα είχε αποτρέψει το σχηματισμό του Συνασπισμού εντελώς.[12]
Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ προσπάθησε να ασκήσει παρόμοιο έλεγχο στον ίδιο το Λεοπόλδο Α', σπέρνοντάς του αμφιβολίες για την αναγκαιότητα της συμμαχίας.[27] Όταν αυτό απέτυχε και ο Συνασπισμός προχώρησε, οι Αψβούργοι έκαναν μεγάλα εδαφικά κέρδη και επέκτειναν την επιρροή τους περαιτέρω στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Αντιδρώντας η Γαλλία επιτέθηκε στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων το 1688, προσπαθώντας να βοηθήσει τους Οθωμανούς δημιουργώντας ένα δεύτερο μέτωπο διευρύνοντας παράλληλα την επιρροή τους στην Ευρώπη. [28][29][α]Αυτός ο Εννεαετής Πόλεμος θα συνέχιζε να καθυστερεί την υποχώρηση των Οθωμανών και να πλήττει τις αυστριακές προσπάθειες στο Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο.[29]
Σύμμαχοι μη μέλη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γερμανικά πριγκιπάτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλά γερμανικά πριγκιπάτα, στα οποία ο Λεοπόλδος Α' δεν είχε τον πλήρη έλεγχο, είχαν δεσμευτεί να βοηθήσουν τον Ιερό Συνασπισμό. Το Βραδεμβούργο, που είχε συμμαχήσει τυπικά με τη Γαλλία και αντιστεκόταν στον έλεγχο της Αυτοκρατορίας, υποσχέθηκε 7.000 άντρες και 150.000 αυτοκρατορικά τάλερ για την επιτυχία του Συνασπισμού το 1685 μετά από εκτεταμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ του Πάπα και του εκλέκτορα του Βραδεμβούργου, Φρειδερίκο Γουλιέλμο.[29] Ομοίως η Βαυαρία υποσχέθηκε 8.000 άνδρες, η Κολωνία 2.900, η Φραγκονία 3.000, η Σουαβία 1.400, ο Άνω Ρήνος 1.500 και η Σουηδία 1.000 ως εγγυητής του αυτοκρατορικού συντάγματος.[29]
Περσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν χριστιανικό έθνος ο Συνασπισμός είχε συμμαχήσει με την Περσία και προσπάθησε να τους προσκαλέσει να συμμετάσχουν σε πολλές περιπτώσεις, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει την ιστορική αντίθεση των κυρίως Σιιτών Περσών προς τους Σουνίτες Οθωμανούς.[30] Η πρώτη πρόσκληση ήταν κατά τον αρχικό σχηματισμό του Συνασπισμού το 1683, την οποία ο Σάχης Σουλεϊμάν της Περσίας απέρριψε με την αιτιολογία ότι τα στρατεύματά του χρειάζονταν για την υπεράσπιση των συνόρων της Περσίας από τις επιδρομές των Κοζάκων.[31] Παρόμοιο αίτημα υπέβαλε ο Αρχιεπίσκοπος του Ναχιτσεβάν στις αρχές του 1684, που επίσης απορρίφθηκε.[20]
Η ανάγκη της Περσίας να υπερασπιστεί τα σύνορά της από τους Κοζάκους εξέλιπε όταν η Ρωσία προσχώρησε στο Συνασπισμό και στις 20 Ιουλίου 1686 ο Ιννοκέντιος ΙΑ΄ έγραψε για άλλη μια φορά στο Σάχη για να τον ενθαρρύνει να ενταχθεί στον Ιερό Συνασπισμό.[32] Σε απάντηση ο Σουλεϊμάν προετοίμασε 30.000 στρατιώτες να βαδίσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ισχυριζόμενος ότι «θα εκμεταλλευόταν μια τόσο ευνοϊκή ευκαιρία». Ωστόσο δεν ένταξε την Περσία στο Συνασπισμό.
Διπλωματικές σχέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την Οθωμανική Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το σχηματισμό του Συνασπισμού οι ευρωπαϊκές δυνάμεις σημείωσαν μεγάλα εδαφικά κέρδη,[30] σε αυτό που ονομάστηκε «14η σταυροφορία» από τον φον Χάμερ-Πούργκσταλ.[31] Οι επιτυχίες ώθησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνάψει διπλωματικές σχέσεις το 1688, όταν ένας απεσταλμένος στάλθηκε στην Αυλή των Αψβούργων, ζητώντας ειρήνη.[32] Με την πλεονεκτική θέση τους οι Αψβούργοι έθεσαν φιλόδοξους όρους ειρήνης, με επίκεντρο τη διατήρηση εδαφικών κερδών και την παράδοση του Ούγγρου Εμερικ Τέκελυ, ηγέτη των αποσχιστικών κινημάτων του έθνους. Παρά τις έξι ημέρες διαπραγματεύσεων ο απεσταλμένος δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί τόσο στις απαιτήσεις του Σουλτάνου όσο και των Αψβούργων και δεν επιτεύχθηκε ειρήνη.[33]
Μετά από αυτή την αποτυχία και την ενθρόνιση ενός νέου Σουλτάνου οι Οθωμανοί διπλασίασαν τις στρατιωτικές τους προσπάθειες και δεν έκαναν άλλες απόπειρες διπλωματικής επικοινωνίας με το Συνασπισμό για σχεδόν μια δεκαετία.[30] Τα εδαφικά κέρδη του Συνασπισμού συνεχίστηκαν ωστόσο και η ήττα των Οθωμανών στη Μάχη της Σέντας το Σεπτέμβριο του 1697 οδήγησε σε άμεσες εκκλήσεις για ειρήνη.[34]
Οικονομικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οικονομικά ζητήματα ταλαιπώρησαν τα μέλη του Συνασπισμού τον πρώτο χρόνο της ύπαρξής του και παραλίγο να οδηγήσουν στη διάλυσή του σε αυτό το πρώιμο στάδιο. Αμέσως μετά τη σύστασή του ο Σομπιέσκι Γ΄ απαιτούσε αυξανόμενα χρηματικά ποσά από τη Ρώμη, με το μήνυμα ότι ήταν απαραίτητα για την προώθηση των πολεμικών προσπαθειών που ετοίμαζε η Πολωνία.[35] Όταν ο Ιννοκέντιος ΙΑ΄ αρνήθηκε του απάντησε ότι η Πολωνία θα εγκατέλειπε το Συνασπισμό αν δεν λάβαινε τα χρήματα που ζητούσε. Μέσα σε ένα χρόνο ο Ιννοκέντιος ΙΑ΄ είχε δωρίσει πάνω από 1,5 εκατομμύριο φλωρίνια στην Πολωνία. Αυτό συνέβη παρά την άρνησή τους να ξεκινήσουν σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός που ενόχλησε πολύ τον Ιννοκέντιο ΙΑ΄, όπως εξέφρασε ο καρδινάλιος Τσίμπο σε επιστολή του, όπου αναφέρει «αν αυτά τα ποσά είχαν χρησιμοποιηθεί αλλού, θα ήταν μεγάλη βοήθεια, ενώ στην Πολωνία δεν έγινε τίποτα.»[36] Αυτά τα ζητήματα επιδείνωσαν περαιτέρω τη σχέση μεταξύ Πολωνίας και Ρώμης έως ότου οι πρώτοι αρχίσουν να χρησιμοποιούν τα χρήματα και να απωθούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 1686.
Διάλυση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τους όρους του Συνασπισμού επρόκειτο να τερματιστεί στο τέλος του πολέμου με τους Οθωμανούς. Όταν επήλθε ειρήνη το 1697 ο Συνασπισμός έσπευσε να θέσει τέλος στον πόλεμο για πολλούς λόγους.[37] Τα μέλη του, και ειδικά η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, χρειάζονταν κοντά στα τέλη του 1698 να μεταφέρουν στρατεύματα στην αντίθετη πλευρά της Ευρώπης, όπου διαφαινόταν το ζήτημα της διαδοχής του Ισπανικού στέμματος. Ο θάνατος του άτεκνου Καρόλου Β' της Ισπανίας ήταν επικείμενος και η υπόλοιπη Ευρώπη είδε την ευκαιρία να διεκδικήσει μέρος της Ισπανίας για δικό της.[38] Οι Βενετοί κρατούσαν τα πρόσφατα αποκτηθέντα εδάφη με μεγάλο κόστος, με μόνο σκοπό πλέον την ειρήνη.[39] Ο θάνατος του Σομπιέσκι Γ΄ το 1696 είχε σταματήσει σημαντικά την πολωνική προέλαση, όπως και οικονομικά ζητήματα και η έλλειψη υποστήριξης από τη Δίαιτα.[40]
Η ειρήνη έγινε επίσημα μεταξύ των τριών ιδρυτικών μελών του Ιερού Συνασπισμού και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 26 Ιανουαρίου 1699, με την υπογραφή της Συνθήκης του Κάρλοβιτς.[44] Ενώ η Ρωσία δεν θα υπέγραφε τη συνθήκη και δεν θα συμφωνούσε σε ανακωχή για άλλον έναν χρόνο, αυτή σήμανε το τέλος της οθωμανικής απειλής για τη Βιέννη και την Κρακοβία και, ως εκ τούτου, το τέλος του Ιερού Συνασπισμού.[41]
Τα μετά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς εγγυήθηκε το uti possidetis (διατήρηση των κεκτημένων), που σημαίνει ότι οι δυνάμεις της Ένωσης θα διατηρήσουν όλα τα καταληφθέντα εδάφη.[42] Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων μπόρεσε να ανακτήσει την Ουγγαρία από τον οθωμανικό έλεγχο του Tέκελυ, η Βενετία ανέκτησε την Πελοπόννησο και περιοχές στη Δαλματία, η Πολωνία ανέκτησε την Ποδολία και η Ρωσία ανέκτησε τμήματα της Νέας Ρωσίας καθώς και το Aζάκ (Αζόφ).[43]
Η προθυμία των Οθωμανών τόσο το 1688 όσο και το 1697 να ανοίξουν διπλωματικές σχέσεις αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς. Ο Γιλμάζ αναφέρει ότι η συγκρότηση του Ιερού Συνασπισμού «προφανώς άλλαξε την ισορροπία μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών προς όφελος των Αψβούργων», κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις επιτυχίες που γνώρισε η Οθωμανική Αυτοκρατορία τον αιώνα πριν από τη σύστασή του.[44] Αυτό επαναλαμβάνεται από τον Αμπού-Ελ-Χαζ, που σημειώνει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δρούσε ελάχιστα με επίσημες διπλωματικές διαδικασίες και στηριζόταν στις συνεχείς στρατιωτικές νίκες στις εξωτερικές της σχέσεις.[45]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ King Louis XIV claimed that in response to his invasion, "the Emperor will be forced to withdraw his troops from Hungary in order to send them to the Rhine and even into Italy".
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Χασιώτης, Ι. Κ. : Οι πόλεμοι του Ιερού Συνασπισμού του Linz και οι Έλληνες (1684-1699), στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τομ. ΙΑ΄, (περίοδος 1669-1821), σελ.13-38.
- ↑ Dvoichenko-Markov 1990, p.73
- ↑ Dvoichenko-Markov 1990, p.78
- ↑ Setton 1991, p.115
- ↑ Michels 2012, p.4
- ↑ 6,0 6,1 Treasure 2003, p.514
- ↑ Hyndman-Rizk 2012, p.44
- ↑ Michels 2012, p.6
- ↑ Michels 2012, p.3
- ↑ Yilmaz 2009, p.1
- ↑ Michels 2012, p.2
- ↑ 12,0 12,1 12,2 von Pastor 1891, p.141
- ↑ von Pastor 1891, p.147
- ↑ Sobieski III 1683
- ↑ von Pastor 1891, p.179
- ↑ von Pastor 1891, p.194
- ↑ von Pastor 1891, p.199
- ↑ von Pastor 1891 pp.199-200; cf. Dumont 1731, p.71
- ↑ von Pastor 1891, p.200
- ↑ Noland 2008, p.26
- ↑ von Pastor 1891, p.218
- ↑ Brooks 1917, p.34
- ↑ Lewitter 1964, p.8
- ↑ von Pastor 1891, p. 219
- ↑ von Pastor 1891, p.129
- ↑ von Pastor 1891, p.139
- ↑ von Pastor 1891, p.137
- ↑ Hatton 1976, p.295
- ↑ 29,0 29,1 Hatton 1976, p.198
- ↑ 30,0 30,1 Treasure 2003, p.517
- ↑ Setton 1991, p.272
- ↑ Yilmaz 2009, p.8
- ↑ Yilmaz 2009, p.55
- ↑ Abou-El-Haj 1967, p.499
- ↑ von Pastor 1891, p.217
- ↑ von Pastor 1891, p.219
- ↑ Abou-El-Haj 1967, p.510
- ↑ Treasure 2003, p.518
- ↑ Brooks 1917, p.60
- ↑ Brooks 1917, p.61
- ↑ Brooks 1917, p.69
- ↑ Nolan 2008, p.553
- ↑ Ágoston and Masters 2008, p.309
- ↑ Yilmaz 2009, p.38
- ↑ Abou-El-Haj 1967, p.498