Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κάβουρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάβουρας
Gecarcinus lateralis
Gecarcinus lateralis
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Υποσυνομοταξία: Καρκινοειδή (Crustacea)
Ομοταξία: Μαλακόστρακα (Malacostraca)
Τάξη: Δεκάποδα (Decapoda)
Υποτάξη: Κολυμβητικά (Pleocyemata)
Ανθυποτάξη: Βραχύουρα (Brachyura)
Linnaeus, 1758
υπεροικογένειες
  • Ποδοτρήματα (Podotremata)
    • Cyclodorippoidea
    • Homolodromidae
    • Dromioidea
    • Homoloidea
    • Raninoidea
  • Ευβραχύουρα (Eubrachyura)
    • Ετεροτρήματα (Heterotremata)
      • Dorippoidea
      • Calappoidea
      • Leucosioidea
      • Majoidea
      • Hymenosomatidae
      • Parthenopoidea
      • Retroplumidae
      • Cancroidea
      • Portunoidea
      • Bythograeidae
      • Xanthoidea
      • Belliidae
      • Potamoidea
      • Pseudothelphusidae
      • Gecarcinucoidea
      • Cryptochiridae
    • Θωρακοτρήματα (Thoracotremata)
      • Pinnotheridae
      • Ocypodoidea
      • Grapsoidea
Μπλε κάβουρας σε αγορά του Πειραιά.

Ο κάβουρας είναι καρκινοειδές μαλακόστρακο της τάξης των Δεκαπόδων και της υποτάξεως των βραχύουρων, τα οποία έχουν τυπικά κοντή (βραχεία) ουρά, εξ ου και το όνομα της υποτάξεως. Ανήκει στην οικογένεια Καρκινίδες και ζει κυρίως στη θάλασσα. Το σώμα του καλύπτεται γενικά από έναν σκληρό εξωσκελετό (με σχήμα πολυγωνικό ή στρογγυλό) και είναι εξοπλισμένο με ένα ζευγάρι δαγκάνες, Είναι γνωστά 6.793 είδη.[1] Απαντώνται σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Όλα τα θαλασσινά είδη είναι βαθύβια, ζουν δηλαδή σε βυθούς, ανάλογα και με το είδος τους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και κάβουρες που ζουν στην ξηρά, ιδίως σε τροπικές περιοχές. Το μέγεθός τους διαφέρει, από τον κάβουρα-μπιζέλι, του οποίου το πλάτος είναι σε χιλιοστά, ως τον κάβουρα-αράχνη της Ιαπωνίας, ο οποίος έχει μήκος μέχρι 4 μέτρα με τα πόδια ανοικτά.[2] Μερικά είδη κολυμπούν καλά.

Το περπάτημα του κάβουρα γίνεται πλαγίως προς τη μία ή την άλλη του πλευρά, πάνω σε βράχους ή μέσα σε τρύπες και σχισμές τους, σε πέτρες και σε αμμουδιές, μέσα και έξω από το νερό. Το δεκάποδο αυτό έχει κοιλιακό τμήμα χωρίς πόδια, πολύ μικρό και χωμένο σε μία κοιλότητα στο κάτω μέρος του κεφαλοθώρακα. Στο κεφάλι υπάρχουν κοντές κεραίες με αισθητήρια όργανα, στόμα και μάτια πάνω σε κινούμενους μίσχους. Έχουν δύο σιαγόνες πάνω και δύο κάτω. Τα πέντε ζευγάρια ποδιών που διαθέτουν είναι πολύ ανεπτυγμένα και στο πρώτο ζευγάρι ποδιών έχουν στην άκρη λαβίδες. Στα άλλα τέσσερα διαθέτουν «νύχια», τα οποία είναι γαμψά.

Τα καβούρια είναι παμφάγα ζώα και την ημέρα κρύβονται. Η αναζήτηση της τροφής γίνεται συνήθως τη νύχτα. Πολλά είδη τρέφονται αποκλειστικά με φύκια, ενώ άλλα τρώνε μαλάκια, σκουλήκια, άλλα αρθρόποδα, βακτήρια, μύκητες και αυγά μικρών ζώων. Με τις λαβίδες τους τεμαχίζουν την τροφή και ύστερα τη φέρνουν στο στόμα.

Διαλογή εδώδιμων καβουριών από ψαράδες στη Σκωτία

Το 20% όλων των θαλασσινών αρθρόποδων που αλιεύονται διεθνώς είναι καβούρια και κάθε χρόνο καταναλώνονται πάνω από 1.500.000 τόνοι. Το 1/5 αυτής της ποσότητας αφορά μόνο ένα είδος, το Portunus trituberculatus[3]. Εκτός από τον άνθρωπο, που τον κυνηγά για το κρέας του, εχθρό έχει και το χταπόδι.

Εξέλιξη και συστηματική ταξινόμηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρχαιότερα απολιθώματα από κάβουρα χρονολογούνται από την Ιουρασική Περίοδο.[4] Η υφομοταξία Βραχύουρα περιλαμβάνει 93 οικογένειες[5], όπως επίσης και τα υπόλοιπα από τα Δεκάποδα.[6] [7]

Στα περισσότερα δεκάποδα τα σεξουαλικά όργανα υπάρχουν στα πόδια, εκτός από τα καβούρια.[8] Ζώα γονοχωριστικά, τα καβούρια ζευγαρώνουν όταν αλλάξει όστρακο το θηλυκό. Το τελευταίο γεννά εκατομμύρια αυγά. Τα θηλυκά σε πολλά είδη μεταφέρουν τα ίδια τα αυγά τους συγκρατημένα από τη διπλωμένη κοιλιά τους και με το πλάγιο μέρος της. Τα μικρά που βγαίνουν από τα αυγά περνούν δύο μεταβατικά στάδια (αρχικά προνύμφες, που επιπλέουν στο νερό) μέχρι να γίνουν τέλεια ζώα. Αυτό γίνεται με συνεχή αλλαγή κελύφους (διαδοχικές εκδύσεις) σε διάστημα δύο μηνών. Όταν ενηλικιωθούν, κατεβαίνουν οριστικά στον βυθό.

Πολιτιστικές επιδράσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πλεούμενο των Μότσε που παριστάνει έναν κάβουρα.

Ο αρχαίος λαός Μότσε του Περού είχε θεοποιήσει τη φύση και ιδιαίτερα τη θάλασσα.[9] Το ενδιαφέρον τους είχε εστιαστεί στα ζώα και σε πολλές απεικονίσεις στην τέχνη τους βρίσκονται και καβούρια.[10]

Τα είδη των καβουριών διαφέρουν σε σχήματα και χρώματα. Μερικά είδη κολλούν στη ράχη τους και στα πόδια τους φύκια και σπόγγους, ώστε να προστατεύονται από τους εχθρούς τους και να μην ξεχωρίζουν από το περιβάλλον. Από τα καβούρια του γλυκού νερού, τα αντιπροσωπευτικότερα είδη ζουν στο Κονγκό. Επίσης, τα καβούρια που ζουν στον ποταμό Γιανγκ Τσε Κιανγκ στην Κίνα είναι επιβλαβή και καταστρέφουν πολλές φορές τα φράγματα, επειδή σκάβουν στον βυθό και σε άλλα πετρώδη αντικείμενα. Τα καβούρια της στεριάς ανήκουν στο γένος «Ωκύποδα». Σε αυτά η μία δαγκάνα είναι μικρότερη από την άλλη. Μερικά προκαλούν καταστροφές στις φυτείες.

Τα περισσότερα από τα παρακάτω επιλεγμένα είδη απαντώνται και σε ελληνικές ακτές:

  • Κάβουρας ο κοινός (Πορτούνος ο έφηβος): έχει όλα τα πόδια του τριχωτά και κολυμπά με τα δύο τελευταία, που είναι πεπλατυσμένα. Συνηθισμένος στις ελληνικές θάλασσες.
  • Καβουρομάνα ή μεγάλος κάβουρας: λέγεται και «αράχνη της θάλασσας». Ο θώρακάς της έχει σε κάθε πλευρά πέντε μακριά πόδια. Ζει στις ακτές της Μεσογείου και του Ατλαντικού.
  • Ιταλικός: Ο Καλλινήκτης ο εύγευστος, τρίχρωμος, ζει στη Βόρεια Αμερική και από τις θάλασσες της Ιταλίας, από όπου και το όνομά του, εισήχθη στις ελληνικές, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα κινδυνεύει με εξαφάνιση.
  • Μακρόχειρ: Ζει στις θάλασσες της Ιαπωνίας και είναι γιγάντιο καβούρι, με άνοιγμα δαγκανών περίπου 3 μέτρων.
  • Μικρός κάβουρας (Carcinus maenas), με όλα τα πόδια κινητικά. Έχει χρώμα πράσινο και μαύρο και πλάτος 5 εκατοστών.
  • Πάγουρος (κοινά παγούρι): Έχει σχήμα έλλειψης και η επιστημονική του ονομασία είναι Cancer pagurus. Το πλάτος του φθάνει τα 12 εκατοστά. Οι δαγκάνες του είναι μαύρες.
  • Πιννοθήρας το όστρεον. Το καβούρι αυτό ζει επίσης στις ελληνικές ακτές και έχει πολύ λεπτό και διαφανές όστρακο. Ζει σε συμβίωση με την πίννα.
  1. Walters, Martin & Johnson, Jinny. The World of Animals. Bath, Somerset: Parragon, 2007.
  2. «Biggest, Smallest, Fastest, Deepest: Marine Animal Records». OceanLink. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Οκτωβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2008. 
  3. «Global Capture Production 1950-2004». FAO. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2006. 
  4. Schram, F. R. & R. Mapes (1984). «Imocaris tuberculata, n. gen., n. sp. (Crustacea: Decapoda) fro the upper Mississippian Imo Formation, Arkansas». Transactions of the San Diego Society of Natural History 20 (11): 165–168. 
  5. Systema Brachyurorum: Part 1. An Annotated checklist of extant Brachyuran crabs of the world Αρχειοθετήθηκε 2011-06-06 στο Wayback Machine. Raffles Bulletin of Zoology, 2008, 286pp.
  6. Martin, J. W. & G. E. Davis (2001). An Updated Classification of the Recent Crustacea (PDF). Natural History Museum of Los Angeles County. σελίδες 132 pp. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 25 Μαΐου 2006. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2008. 
  7. Guinot, D & J.–M. Bouchard (1998). «Evolution of the abdominal holding systems of brachyuran crabs (Crustacea, Decapoda, Brachyura)» (PDF). Zoosystema 20 (4): 613–694. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2006-11-18. https://web.archive.org/web/20061118171555/http://www.mnhn.fr/publication/zoosyst/z98n4a4.html. Ανακτήθηκε στις 2008-07-22. 
  8. De Saint Laurent, M. (1980). «Sur la classification et la phylogénie des Crustacés Décapodes Brachyoures. II. Heterotremata et Thoracotremata Guinto, 1977». C. R. Acad. Sc. Paris t. 290: 1317–1320. 
  9. Benson, Elizabeth, The Mochica: A Culture of Peru. New York, NY: Praeger Press. 1972
  10. Berrin, Katherine & Larco Museum. The Spirit of Ancient Peru:Treasures from the Museo Arqueológico Rafael Larco Herrera. New York: Thames and Hudson, 1997.
  • Συλλογικό έργο, Νέα Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 2006, τ. 11, σελ. 191.
  • Εγκυκλοπαίδεια 2002, εκδ. 1983, τ. 8, σελ. 280.