Λατγαλία
Συντεταγμένες: 56°19′21″N 27°01′57″E / 56.3225°N 27.0324°E
Η Λατγαλία (λετονικά και λατγαλικά: Latgola, ρωσικά: Латгалия, λατινικά: Lettgallia) είναι μία από τις τέσσερις ιστορικές και πολιτιστικές περιοχές της Λετονίας που αναγνωρίζονται στο Σύνταγμα της Λετονικής Δημοκρατίας. Είναι η ανατολικότερη περιοχή βόρεια του ποταμού Νταουγκάβα. Ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της Λετονίας επικρατεί ο Λουθηρανισμός, στη Λατγαλία επικρατεί κατά κύριο λόγο ο Ρωμαιοκαθολικισμός, στην πραγματικότητα, σύμφωνα με έρευνα του 2011, το 65,8% του συνολικού πληθυσμού είναι καθολικοί. Υπάρχει επίσης μια ισχυρή Ορθόδοξη μειονότητα, η οποία αντιστοιχεί στο 23,8% του συνολικού πληθυσμού, διαιρούμενο σε 13,8% Ρώσους Ορθόδοξους Χριστιανούς και 10,0% Παλαιοί Πιστοί.[1]
Η περιοχή έχει μεγάλο πληθυσμό εθνοτικών Ρώσων, ιδιαίτερα στο Ντάουγκαβπιλς, τη μεγαλύτερη πόλη της περιοχής. Πολλοί από τους Ρώσους που έζησαν στη Λατγαλία πριν από τη Σοβιετική κατοχή είναι Παλαιοί Πιστοί. Το Ρέζεκνε, που συχνά ονομάζεται η καρδιά της Λατγαλίας, το Κράσλαβα και η Λούτζα, είναι άλλες μεγάλες πόλεις στην περιοχή, η οποία έχει επίσης λευκορωσική μειονότητα. Υπάρχει επίσης μια σημαντική πολωνική μειονότητα.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχικά η περιοχή που τώρα ονομάζεται Λατγαλία είχε κατοικηθεί από την Ανατολική Βαλτική φυλή των Λατγαλών. Κατά τη διάρκεια του 10ου-12ου αιώνα υπήρχαν δύο πριγκηπάτα στην επικράτεια της σύγχρονης Λατγαλίας και του ανατολικού Βίντζεμε, το Γιέρσικα και το Άτζελε. Επιπλέον, οι Λατγάλιοι κατοικούσαν σε περιοχές της σύγχρονης περιφέρειας Πσκοφ της Ρωσίας και της περιφέρειας Βιτσέμπσκ της Λευκορωσίας.
Μεσαιωνική Λιβονία, Δουκάτο της Λιβονίας και Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την πρώτη δεκαετία του 13ου αιώνα το πριγκηπάτο του Γιέρσικα, γνωστό και ως Λέττια, συμμάχησε με το Πριγκιπάτο του Πολότσκ και με τους Λιθουανούς Δούκες ενάντια στην Επισκοπή της Λιβονίας, αλλά ηττήθηκε το 1209. Μέρος αυτού χωρίστηκε μεταξύ της Επισκοπής της Λιβονίας και του Τάγματος των Αδελφών του Ξίφους ενώ το υπόλοιπο έγινε υποτελής χώρα. Το 1239, μετά το θάνατο του Βασιλιά Βισβάλντις, το τελευταίο ενσωματώθηκε στα εδάφη του Λιβονικού Τάγματος. Το 1242, μετά την ήττα στη Μάχη των Πάγων, η Ανατολική Λατγαλία πέρασε προσωρινά στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ. Το 1263 οι Λιβόνιοι ιππότες άρχισαν να κατασκευάζουν το κάστρο Φόλκενμπεργκ κοντά στη λίμνη Ράζνα (σήμερα στο Εθνικό Πάρκο Ράζνα). Το 1277 ο Μεγάλος Δούκας Τραϊντένις του Δουκάτου της Λιθουανίας πολιορκεί ανεπιτυχώς το νεόκτιστο κάστρο του Ντάουγκαβπιλς. Το 1481-1493 ο Μεγάλος Πρίγκιπας Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας κατέλαβε προσωρινά τη Λατγαλία. Κατά τη διάρκεια του Λιβονικού πολέμου, η Λατγαλία προσαρτήθηκε από το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας (1559-1562), το οποίο το 1569 ενσωματώθηκε στην Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Ο Ιβάν Δ΄ της Ρωσίας προσάρτησε τη Λατγαλία το 1577, αλλά παραιτήθηκε από τους ισχυρισμούς του προς τη Λιβόνια στην εκεχειρία του Γιαμ Ζάπολσκι το 1582.[εκκρεμεί παραπομπή] Το 1621 το μεγαλύτερο μέρος του Δουκάτου της Λιβονίας παραχωρήθηκε στη Σουηδική Αυτοκρατορία, αλλά μέρος του δουκάτου, συμπεριλαμβανομένου της Λατγαλίας, παρέμεινε κάτω από Πολωνο-Λιθουανικό έλεγχο με την ονομασία Βοϊβοδάτο του Ινφλάντι.[2] Το πολωνικό Ινφλάντι είναι η περιοχή που γνωρίζουμε σήμερα ως Λατγαλία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Λατγαλική διάλεκτος επηρεάστηκε από την πολωνική γλώσσα και αναπτύχθηκε ξεχωριστά από τα λετονικά που μιλούσαν σε άλλες περιοχές της Λετονίας.
Η Λατγαλία κατά τη διάρκεια και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1772, η Λατγαλία προσαρτήθηκε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, και το 1865, στο πλαίσιο των αντιπολωνικών πολιτικών της Ρωσίας, άρχισε μια περίοδος Εκρωσοποίησης, κατά την οποία απαγορεύτηκε η Λατγαλική γλώσσα (γραμμένη με λατινική γραφή). Αυτή η απαγόρευση άρθηκε το 1904 και άρχισε μια περίοδος αναζωογόνησης της Λατγαλικής. Πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της Λατγαλίας ζήτησαν την επανένωση με την υπόλοιπη Λετονία στο Κογκρέσο του Ρέζεκνε το 1917, ενώ κάποια προτιμούσαν την αυτονομία ή την ενσωμάτωση στη Ρωσία. Οι αποφάσεις του Κογκρέσου του 1917 και η κήρυξη της ανεξαρτησίας στις 18 Νοεμβρίου του 1918, στις οποίες διεκδικούνταν η Λατγαλία ως μέρος της Λετονίας, ώθησαν τόσο τις λετονικές ένοπλες δυνάμεις όσο και τις τοπικές δυνάμεις να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της Λατγαλίας, ένα δύσκολο έργο, δεδομένου του ενδιαφέροντος της Μπολσεβίκικης Ρωσίας και της Πολωνίας.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η Λατγαλία ως μέρος της μεσοπολεμικής Λετονίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1920 η Λατγαλία ενσωματώθηκε με τη Λετονία. Με την ειρηνευτική συνθήκη του 1920 με τη Σοβιετική Ρωσία, τμήματα της Διοίκησης του Βιτσέμπσκ και της Διοίκησης του Πσκοφ ενσωματώθηκαν στη νέα Δημοκρατία της Λετονίας. Συνδυασμένες με άλλες εθνοτικές περιοχές της Λετονίας, σύμφωνα με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, σχημάτισαν τις επαρχίες Ντάουγκαβπιλς, Λούτζα, Ρέζεκνε και Γιάουνλατγκαλε, την μετέπειτα περιφέρεια Αμπρενέ.
Η Λατγαλία κατά τη διάρκεια και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1944, στην αρχή της δεύτερης κατοχής της Λετονίας από την ΕΣΣΔ, οι ανατολικοί δήμοι της περιφέρειας Αμπρενέ, συμπεριλαμβανομένου του Αμπρενέ, ενσωματώθηκαν στη Ρωσική Ομοσπονδία.[εκκρεμεί παραπομπή] Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Λατγαλία έγινε μία από τις πολιτιστικές περιοχές της Δημοκρατίας της Λετονίας. Ορισμένοι Ρώσοι ευνοούν την επανένταξη της Λατγαλίας στη Ρωσία, όπως αποδεικνύεται από μια μικρή διαδήλωση στη Λετονική Πρεσβεία στη Μόσχα τον Απρίλιο του 2014.[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Iannaccaro, Gabriele (2011) (στα αγγλικά). Sociolinguistica: language and Religion, σελ. 102. https://www.academia.edu/1580111/Sociolinguistica_language_and_Religion.
- ↑ O'Connor, Kevin. Culture and Customs of the Baltic States.
- ↑ Rally at Latvian Embassy in Russia propagates Latgale as part of Russia, LETA, 2014-04-17, http://www.leta.lv/eng/home/important/6E450BC2-FB58-4FDA-860C-EEBA83F9BB6C/, ανακτήθηκε στις 2018-01-30
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κέντρο έρευνας της Λατγαλίας (Αγγλικά)