Λυγαριά
Λυγαριά | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
Σύστημα: κατά CRONQUIST, 1981 | ||||||||||||
| ||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||
Vitex agnus-castus (Άγνος η κοινή, Άγνος ο αγνός) L. |
Η Λυγαριά (επιστ. ονόμ.: Άγνος η κοινή, Άγνος ο αγνός[1], λατ. Vitex agnus-castus) ανήκει στην οικογένεια Verbenaceae (Βερβενίδες) και είναι θάμνος πολύ διαδεδομένος στην ελληνική ύπαιθρο. Το όνομά της οφείλεται στα ευλύγιστα κλαδιά της. Είναι είδος με μεσογειακή κατανομή και το συναντάμε σε χαμηλά υψόμετρα, κυρίως σε κοίτες ποταμών, σε υγρά σημεία στο πίσω μέρος των αμμολόφων στη θάλασσα και σε ακτές λιμνών. Το όνομα του γένους “Vitex” προέρχεται από το λατ. “viere” που σημαίνει πλέκω, εξαιτίας της χρήσης των ευλύγιστων κλαδιών της λυγαριάς στην καλαθοπλεκτική. Ο όρος agnus–castus προέρχεται από την ελληνική ἁγνός («αγνός») και τη λατινική castus («αγνός»)[2]. Η λυγαριά από την αρχαιότητα είχε επίσης, τη φήμη του αναφροδισιακού. Κατά το Διοσκορίδη, αναφέρεται ως “άγονος” (=χωρίς απογόνους) και οι γυναίκες στις θεσμοφορίες χρησιμοποιούσαν τα κλαδιά της για κρεβάτι, ώστε να διατηρήσουν την αγνότητα τους. Κατά το Μεσαίωνα, το “άγονος” μεταλλάχθηκε σε “agnus” =αμνός αποκτώντας την έννοια της αγνότητας, προσθέτοντας επίσης το επίθετο “castus”=αμόλυντος. Η λυγαριά μπορεί να φτάσει σε ύψος τα τρία μέτρα. Τα φύλλα της λυγαριάς είναι λογχοειδή και ανά πέντε ενωμένα με τον κεντρικό βλαστό. Τα άνθη της αναπτύσσονται στις κορυφές των μίσχων διαμορφώνοντας ένα κωνικό σχήμα. Έχουν χρώμα συνήθως μωβ, αλλά και λευκό. Η λυγαριά ανθίζει όλο το καλοκαίρι μέχρι και τον Νοέμβριο, τα άνθη της, όπως και τα παλαμοειδή φύλλα της έχουν ωραίο άρωμα. Οι καρποί της (δρύπη) είναι σφαιρικοί, σαν “πιπέρι”, ερυθροί-μελανοί όταν ωριμάζουν. Συχνά καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό σε κήπους και γλάστρες.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Μαρία Σκουρολιάκου. «Agnus Castus (Άγνος ο αγνός ή Λυγαριά)». Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διαιτολογίας και Διατροφής - Βιταμίνες Ιχνοστοιχεία Συμπληρώματα Διατροφής και Δρόγες, Β Τόμος, Αθήνα 2005. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2012.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Ηλίας Ταμπουράκης. «The term "agnus–castus" is derived Greek «agnós» («ἁγνός»), «pure» or «chaste» and the Latin «castus», «chaste» or «pure»». The Poison Garden (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2012.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αξιώτη Μ. & Αξιώτη Β. 2011, Φυτά της Ελλάδας, Η Έρευνα στη Λέσβο.
- Μπάουμαν Ε. 1984, Η ελληνική χλωρίδα στο μύθο, στην τέχνη, στη λογοτεχνία
- Παπιομύτογλου Β. 2006 Αγριολούλουδα της Ελλάδας. Εκδόσεις Mediterraneo. ISBN 960-8227-71-2.
- Φυτολογία 2006, Εκδοτική Αθηνών
- Pignatti S. 1982, Flora d’ Italia (Vol. II).
- Strid A. 1980, Φυτά του Ολύμπου.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- http://greekflora.gr/el/flowers/3480/Vitex-agnus-castus
- http://portal.cybertaxonomy.org/flora-greece/cdm_dataportal/taxon/94bf7e4f-c5e5-4904-b60d-1590698c3607
- http://www.actaplantarum.org/floraitaliae/mod_viewtopic.php?t=21017