Μελένικο
Συντεταγμένες: 41°31′24″N 23°23′42″E / 41.523428°N 23.395103°E
Μελένικο | |
---|---|
41°31′22″N 23°23′28″E | |
Χώρα | Βουλγαρία |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Σαντάνσκι[1] |
Υψόμετρο | 437 μέτρα |
Πληθυσμός | 256 (15 Ιουνίου 2024)[2] |
Ταχ. κωδ. | 2820 |
Τηλ. κωδ. | 07437 |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 (επίσημη ώρα) UTC+03:00 (θερινή ώρα) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Μελένικο (βουλγαρικά: Мелник) είναι χωριό της Βουλγαρίας με 390 κατοίκους. Ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα (βουλγαρικά: община) της πόλης Σαντάνσκι (βουλγαρικά: Сандански), από την οποία απέχει 18 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά, και στην διοικητική περιοχή (βουλγαρικά: Област) του Μπλαγκόεβγκραντ (βουλγαρικά: Благоевград). Βρίσκεται σε υψόμετρο 437 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, ανάμεσα σε εντυπωσιακές αμμώδεις «πυραμίδες».
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με αρχαιολογικά στοιχεία οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν η Θρακική φυλή των Μαίδων, στην οποία ανήκε ο περίφημος επαναστάτης Σπάρτακος. Στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή των Μακεδόνων (Φίλιππος Β') και των Ρωμαίων, που άφησαν στην πόλη ένα από τα αξιοθέατά της, την Αρχαία Ρωμαϊκή γέφυρα, που διατηρείται ακόμη. Οι Σλάβοι, που ήρθαν αργότερα σε αυτά τα μέρη μετά τους Βυζαντινούς, μετονόμασαν τον οικισμό σε "Μέλνικ". Το Μελένικο έγινε τμήμα της Βουλγαρίας επί Χάνου Πρεσιανού Α΄ (836 - 852) και γνώρισε μεγάλη ακμή αυτή την περίοδο. Το 1215 έγινε πρωτεύουσα του αυτόνομου φεουδαλικού Πριγκιπάτου της Ροδόπης, κυβερνώμενου από το Δεσπότη Αλέξιο Σλαύο, απόγονο της δυναστείας των Ασέν, και γνώρισε μεγάλη οικονομική και πολτιστική ακμή έως τη Μάχη της Κλοκοτνίτσας το 1230, οπότε ενσωματώθηκε εκ νέου στη Βουλγαρία. Η πόλη συνέχισε να ακμάζει επί Τσάρου Ιβάν Ασέν Β΄ λόγω του εμπορίου χωρίς δασμούς με το, ελεγχόμενο από τη Βενετία, Ντουμπρόβνικ.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, ο Βούλγαρος Κράλης Ιωαννίτζης εκμεταλλευόμενος τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εισβάλει βίαια το 1205 στην περιοχή της Θράκης και της Μακεδονίας φθάνοντας έως τις Σέρρες. Η περιοχή ελευθερώνεται τελικά αργότερα από τον βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, ο οποίος ανέκτησε τη Βέροια, το Μελένικο, τις Σέρρες και άλλες σημαντικές πόλεις της Μακεδονίας.[4][5].
Η Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων το 14ο-15ο αιώνα είχε ως αποτέλεσμα μια μακρά περίοδο παρακμής, αλλά το Μελένικο ήταν για μια ακόμη φορά μια ευημερούσα πόλη το 17ο και 18ο αιώνα, χάρις στην παραγωγή καπνού και κρασιού, που εξαγόταν, κυρίως στην Αγγλία και στην Αυστρία. Την εποχή αυτή το Μελένικο ήταν επίσης κέντρο καλλιτεχνίας, ιδιαίτερα εκκλησιαστικής διακόσμησης και ξυλογλυπτικής.
Οι Ελληνες Μελενικιώτες συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 με κυριότερους αγωνιστές τους Αναστάσιο Πολυζωίδη και τον οπλαρχηγό Διονύσιο Ζάνο, καθώς επίσης και στη Μακεδονική επανάσταση του 1878, ζητώντας επίμονα οπλισμό από το Ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης[6]
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσώπρο η προσχώρηση των σλαβοφώνων της περιφέρειας Μελενίκου στο σχίσμα και η εισαγωγή της σλαβονικής γλώσσας στις εκκλησίες δεν έγινε αμέσως με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Όπως προκύπτει από τα αρχεία της Κοινότητας Μελενοίκου κατά το 1895 υπήρχαν 25 ορθόδοξα χωριά (Πατριαρχικά) στον καζά Μελενοίκου.[7][Χρειάζεται σελίδα]
Το Μελένικο καταλήφθηκε από τον Αυτοκρατορικό Ρωσικό Στρατό κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877 - 1878, αλλά επιστράφηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Η πόλη ήταν το κέντρο ενός ΄καζά΄ (δήμου), στο σαντζάκι των Σερρών της Επαρχίας της Θεσσαλονίκης ως Μελένικο μέχρι το 1912. Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο η πόλη τελικά ενσωματώθηκε στη Βουλγαρία. Στα τέλη του 18ου αιώνα η πόλη είχε 1.300 σπίτια, 70 εκκλησίες και πληθυσμό 20.000 κατοίκων αλλά μια πυρκαγιά την κατέστρεψε σε μεγάλο βαθμό. Αποκαταστάθηκε όμως και ξαναχτίστηκε και ο σημερινός πληθυσμός (400) απέχει μακράν από εκείνο των αρχών του 20ού αιώνα, όταν συνίστατο κυρίως από Έλληνες, αλλά επίσης και Βουλγάρους, Τούρκους και Ρομά. Το Μελένικο είναι το θέμα του διηγήματος του Σοβιετικού συγγραφέα Γιούρι Τριφόνωφ ΄΄Η μικρότερη πόλη στη γη΄΄.
Ονομασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σημερινή ονομασία του προέρχεται από την Σλαβική λέξη «мел» που σημαίνει «κιμωλία».[εκκρεμεί παραπομπή]
Πάντως ο Γεώργιος Ακροπολίτης επιφανής βυζαντινός λόγιος (1217-1282) στη χρονική συγγραφή του[8] κάνει αναφορά στο φρούριο Μελένικον.[9] Και ο Γεώργιος Κεδρηνός 11ος αι. αναφέρει:...ένθα το λίαν οχυρώτατον φρούριον ο Μελένικος επί τινος πέτρας ιδρυμένον κρημνοίς και φάραγξι βαθυτάταις παντόθεν εστεφανωμένης.[10]
Κατ΄αρχάς Μελένικος ονομάσθηκε η οροσειρά «...βασιλέα σκηνούμενον καθ΄όρους Μελενίκου... χωρία περί την Θεσσαλονίκην». [11] Περισσότερο λογικοφανές και αληθοφανές φαίνεται η προέλευση της ονομασίας από το (Μέλας+οίκος), αν ληφθεί υπόψιν, έστω και συμβολικά, η εκτόπιση από την Κωνσταντίνου Πόλιν των εκάστοτε επικινδύνων αντιπάλων των κρατούντων.
Το Μελένικο 1890-1913
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]«Κατά την εποχήν εκείνην πριν το 1895 η ζωή στο Μελένικο ήταν σχετικά ήρεμη. Οι σχέσεις των Ελλήνων μετά των ελαχίστων Τούρκων ήσαν άρισται. Τα εργοστάσια επεξεργασίας Μετάξης (διασώζεται η οικοδομή Γ.Παπάζογλου), το ελληνικόν τυπογραφείον του Κ. Καλαβάκη και οι ξακουστές λαξευτές εντός των βράχων οιναποθήκες «φυσικά ψυγεία» (τρυπητές) 25χ30χ6 με στενήν είσοδον βάθους 8-15 μέτρων μήκους αποτύπωναν γλαφυρά την ακμή της πόλης. Εντός των τρυπητών τούτων συναρμολογούντο τα τεράστια βαγένια. Τις παράξενες αυτές στοές ή κατακόμβες απεθαύμασε Γάλλος περιηγητής, αλλ΄ εξέφρασε την απορίαν του διερωτηθείς... πως εισήχθηκαν εις αυτάς τα τεράστια βαγένια δια τόσων στενών εισόδων!»
— Κωνσταντίνος Τσώπρος, Αναμνήσεις από το Μελένικο.
Το περιώνυμον Καταστατικό που έφερε το τίτλο Σύστημα ή Διαταγαί συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε στη Βιέννη το έτος 1813. Κατήργησε τις διακρίσεις των τάξεων και έκαμε προσιτή την κοινοτική εξουσία στους εκλεκτούς, στους φρονίμους και ικανούς από τους πολίτες κάθε τάξεως (΄Αρθρον 4 του Καταστατικού).
Τον Ιούνιο του 1890, συστάθηκε συντακτική επιτροπή για τη μεταρρύθμιση του παλαιού Κανονισμού της Ελληνικής Κοινότητας του Μελενίκου, υπό την προεδρία του αρχιδιακόνου της Μητρόπολης Μελενίκου Προκοπίου Λαζαρίδη (του μετέπειτα ιερομάρτυρα Μητροπολίτη Ικονίου, που μαρτύρησε το 1923). Κατόπιν συνεννοήσεως με τις δύο εφορείες της πόλης προέβη στη σύνταξη νέου Κανονισμού, με βάση τους Κανονισμούς της Θεσσαλονίκης και των Σερρών. Η μεταρρύθμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να παύσουν οι κομματικές έριδες μεταξύ των Ελλήνων και να αναπτυχθεί εκ νέου πνεύμα συνεργασίας και ενότητας.[12]
Κάποια ημέρα του Ιουλίου 1895 (όταν ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος διανυκτέρευε στο Ντεμίρ Ισάρ) ο Μπόρις Σαράφωφ έφεδρος υπολοχαγός του βουλγαρικού στρατού με φοιτητές του Πανεπιστημίου και μαθητές των γυμνασίων της Σόφιας εισέβαλε στο Μελένικο. Έκαψαν την συνοικία των Αγίων Αναργύρων και προέβησαν σε δολοφονίες Τούρκων και Ελλήνων μεταξύ των οποίων ο γιος του προκρίτου και μεγαλοκτηματία Ανδρέα Δέκου.[13]
Την 31η Δεκεμβρίου 1895 πυρπολήθηκε και ο μητροπολιτικός ναός. Το πολυτιμότερο των κειμηλίων, ένα αυτοκρατορικό σκήπτρο, που έφερε χρυσοποίκιλτη και αδαμαντοκόλλητη σφαίρα αντί των δρακόντων, έλιωσε μέσα στη κρύπτη λόγω της υψηλής θερμοκρασίας[14]. Μητροπολίτης Μελενίκου από το 1911 διετέλεσε ο Κωνσταντίνος Ασημιάδης, ο οποίος ανέπτυξε πλούσια δράση για την προάσπιση της θρησκευτικής, εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων κατοίκων του Μελενίκου και της ευρύτερης περιοχής. Στις 25 Ιουνίου 1913 συνελήφθη, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από τον βουλγαρικό στρατό κατά την παραμονή του στο Σιδηρόκαστρο. [15].
Το Μελένικο κατελήφθη τον Ιούνιο του 1913 από τον ελληνικό στρατό και ακολούθως παρέμεινε υπό ελληνικό έλεγχο για δυο περίπου μήνες. Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου κατακυρώθηκε οριστικά στη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα οι Έλληνες της πόλης να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι Μελενικιώτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Σιδηρόκαστρο τις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη[16].
Φωτογραφίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Ανακαινισμένη οικία
-
Το άλλοτε Διοικητήριο
-
Η συνοικία αγίων Αναργύρων
-
Συνοκία Αγίων Θεοδώρων-Η τριώροφη οικία Δέκου
Προσωπικότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αναστάσιος Πολυζωίδης (1802-1873), Λόγιος, πολιτικός, δικαστικός και συγγραφέας πολιτικών και ιστορικών έργων. Το όνομά του έμεινε στην ιστορία μαζί μ΄εκείνο του Γ. Τερτσέτη για τη σθεναρή του στάση στη δίκη του Κολοκοτρώνη (1834).[17]
- Εμμανουήλ Κορδόπουλος, η οικία του κτίσμα του έτους 1754 αποτελεί μέχρι τις μέρες μας περίτεχνο κόσμημα αρχιτεκτονικής.
- Μανασσής Ηλιάδης (1730-1805) ιατροφιλόσοφος.
- Θεοδόσιος Ηλιάδης (1760-1820) χημικός, λόγιος
- Αναστάσιος Παλλατίδης (1788-1848),ιατρός και ευεργέτης.
- Διονύσιος Πέτρου Ζάνος οπλαρχηγός της επανάστασης του 1821, που πολέμησε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
- Πέτρος Α. Ζάνος, πολιτικός και διπλωμάτης.
- Κωνσταντίνος Χρηστομάνος 1867-1911,(απώτερη καταγωγή όμως από Πύργους-Κατράνιτσα) γιος του Αναστασίου (1841-1906), διάσημου χημικού εκείνης της εποχής και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρυτή του Χημείου του Κράτους, και της Αθηνάς Λίντερμάιερ, εγγονός του Κωνσταντίνου Αν. Χρηστομάνου (1815-1862, πλουσίου εμπόρου), Λογοτέχνης, θεατρικός σκηνοθέτης και επιχειρηματίας.
- Κωνσταντίνος Τσώπρος, 1885-1966, Διερμηνέας,μεταφραστής,προξενικός Γραμματεύς, συγγραφέας και δικηγόρος.
- Κωνσταντίνος Καλουπτσής (1908-2007), ηθοποιός.
- Δημήτριος Καλαμβακίδης, Λόγιος με καταγωγή από το Μελένικο. Διετέλεσε σχολάρχης της Κεντρικής Ελληνικής Σχολής στην Αλιστράτη το 1841.
- Αικατερίνη Χρηστομάνου (1842-1916) συζ. Λ. Λασκαρίδου, Παιδαγωγός του 19ου αιώνα, ίδρυσε το Ελληνικό Διδασκαλείο Νηπιαγωγών Αικατερίνης Λασκαρίδου στην Αθήνα (1867), κόρη του Κωνσταντίνου Αν. Χρηστομάνου (1815-1862) και της Μαρίας Καζάση, εγγονή του Αναστάσιου Κ Χρηστομάνου (1775-1848), πλούσιου έμπορου της εποχής, αδελφή του Αναστασίου Κ. Χρηστομάνου (1841-1906) ιδρυτού του Χημείου του Κράτους, μητέρα της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου (1878-1965) και της Ειρήνης Λασκαρίδου, ιδρύτριας του Οίκου Τυφλών (1882-1958).
- Εμμανουήλ Βασκίδοβιτς ή Βασκίδης (1795 - 1875), Βούλγαρος λόγιος ελληνικής καταγωγής.
- Κωνσταντίνος Ι. Καλούσης (1859 - 1944) εκ Μελενίκου, Διδάσκαλος, Μακεδονομάχος και πράκτορας Γ τάξεως, Ευεργέτης και μέλος Δ.Σ. της Φ.Α.Α.Θ(1934~1942).
- Δημήτριος Γ, Μαργαρόπουλος (1869 - 1950), με καταγωγή από το Μελένικο, Διδάσκαλος, Ιατρός, Μακεδονομάχος και πράκτορας Γ τάξεως, Πρόεδρος της Φ.Α.Α.Θ(1930~1942).
- Πέτρος Σπανδωνίδης : (1890 – 2 Ιανουαρίου 1964) κριτικός της λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος.
Τα ελληνικά κειμήλια του Μελενίκου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τέμπλο της Μητρόπολης Μελενίκου, ξυλόγλυπτο υψηλής τέχνης και τεχνικής με ανάγλυφες παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη μεταφέρθηκε το 1913 στο Σιδηρόκαστρο (Ντεμίρ Ισάρ) κατά την εγκατάσταση των Μελενικίων στο ελληνικό έδαφος μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Επίσης, οι Έλληνες εκ Μελενίκου διέσωσαν και μετέφεραν το 1913 στη νέα τους πατρίδα, Ντεμίρ Ισάρ, πλήθος ελληνικών κειμηλίων ιδιοκτησίας της Μητροπόλεως Μελενίκου που προέρχονταν από 40 εκκλησίες της περιοχής του Μελένικου. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκονται Ευαγγέλια υπενδεδυμένα με ασήμι, εικόνες επαργυρωμένες, ιερά άμφια και πλήθος από άλλα λατρευτικά αντικείμενα, όλα εξαιρετικής τέχνης κειμήλια, μεγάλης αρχαιολογικής αλλά και συναισθηματικής αξίας. Τα κειμήλια εναποτέθηκαν σε ακίνητο που μίσθωναν οι Μελενίκιοι. Κατά την κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, το 1916, οι Βούλγαροι απέσπασαν παράνομα το ιστορικό τέμπλο της Μητρόπολης Μελενίκου, το οποίο αφού το απέσπασαν, το μετέφεραν και το τοποθέτησαν στο Μοναστήρι της Ρίλα στη Βουλγαρία[18] . Ακόμη τον Αύγουστο του 1917 συνέλαβαν τον Δημήτριο Χατζηκούτρα, υπεύθυνο του ακινήτου όπου φυλάσσονταν τα ελληνικά κειμήλια, απέσπασαν τα κλειδιά και ο λοχαγός του 14ου Συντάγματος Πεζικού George Siskoff, διέταξε τη μεταφορά των κειμηλίων, εκτελώντας διαταγή του στρατηγού Rouseff, διοικητού της 7ης Μεραρχίας. Η παράνομη μεταφορά έγινε μάλιστα μεσημέρι, υπό το φως της ημέρας. Οι Βούλγαροι υποχρεωμένοι από τη Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919 και ισχυριζόμενοι ψευδώς πως δεν διέθεταν άλλα, επέστρεψαν στην Ελλάδα κάποια κειμήλια, ελάχιστα σε σχέση με τον συνολικό πλήθος των κλαπέντων. Το 1990 όμως αποκαλύφθηκε πως έχουν στην κατοχή τους όλα τα ελληνικά κειμήλια που είχαν κλαπεί από την Ανατολική Μακεδονία κατά τη Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918).
Μάλιστα οι Βούλγαροι απέσπασαν παράνομα όχι μόνο τα εκ Μελενίκου κειμήλια της Μητρόπολης Μελενίκου (που είχαν μεταφερθεί στο Ντεμίρ Ισάρ, σημερινό Σιδηρόκαστρο), αλλά και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τη Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου και τις Μονές Καλαμούς και Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Ελλάδας έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.[19]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εθνικό Στατιστικό Ινστιτούτο (Βουλγαρία): «Националният регистър на населените места». (Βουλγαρικά) NRPP. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2024.
- ↑ www
.grao .bg /tna /t41nm-15-06-2024 _2 .txt. - ↑ Κωνσταντίνος Τσώπρος, Αναμνήσεις (Μελένοικο-Θεσσαλονίκη) από κατατιθεμένο δακτυλογραφημένο κείμενό του το 1964 στο IMXA
- ↑ Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης - Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία
- ↑ [1] Αρχειοθετήθηκε 2021-01-21 στο Wayback Machine. Πέτρος Κ. Σαμσάρης, Σχεδίασμα της ιστορίας της πόλης των Σερρών, σ. 20-24 (Ιστοσελίδα του Δήμου Σερρών)
- ↑ Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894) - Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Εκδοτικός οίκος Αντώνιου Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 23
- ↑ Κωνσταντίνος Τσώπρος, Αναμνήσεις (Μελένοικο - Θεσσαλονίκη), 1964, επανέκδ. Institute for Balkan Studies, 1990.
- ↑ Γεώργιος Ακροπολίτης, Annales 4.
- ↑ Γεώργιος Ακροπολίτης, Historia in brevious redacta 4.
- ↑ Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών συλλεγείσα εκ διαφόρων βιβλίων 2.460.8
- ↑ Χρονικόν Εφραίμ.
- ↑ Άγιος Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου (+1923)
- ↑ Κωνσταντίνος Τσώπρος, σ. 33 ό.π.
- ↑ Κωνσταντίνος Τσώπρος ό.π. σ. 36
- ↑ Οδός Κωνσταντίνου Μελενίκου: Το πρόσωπο που τιμάται στην πιο γνωστή «φοιτητική» οδό της Θεσσαλονίκης
- ↑ Νικολάου Π. Ανδριώτη, Το γλωσσικό ιδίωμα του Μελενίκου, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 6 - 7.
- ↑ Ο Μακεδών Αναστάσιος Πολυζωίδης ως πολιτικός, ως δικαστικός και ως άνθρωπος των γραμμάτων, Σερραϊκά χρονικά Α΄(1953)
- ↑ Κωνσταντίνος Τσώπρος, Αναμνήσεις Μελένοικο-Θεσσαλονίκη σ. 36, εκδ. IMXA Αρχειοθετήθηκε 2019-10-03 στο Wayback Machine. , 19922η GR ISSN 0073-862Χ
- ↑ τα κειμήλια των Μελενικίων που εκλάπησαν από τους Βούλγαρους
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, 1928
- Λεξικό της Επανάστασης του 1821, Στασινόπουλου
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- meleniko.gr
- Κυριακή Βασσάλου. «Μέλνικ: Εξόρμηση στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα». Ταξίδια. Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2009.[νεκρός σύνδεσμος]
- Η ιστορία του Μελενίκου[νεκρός σύνδεσμος] και Το Μελένικο, επιστολές αναγνωστών στην Καθημερινή που αντιδρούν στο πιο πάνω ταξιδιωτικό
- Ιωάννης Χασιώτης, Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ’ αιώνος έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους, Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
- Μιχαήλ Α. Καλινδέρης (1973). «Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας». Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2009.
- Θ. Χαραλαμπίδης, Κοινότητες και λαϊκές συνελεύσεις στις Σέρρες επί οθωμανικής κυριαρχίας, Ευτοπία
- Popovic, M. Die Siedlungsstruktur der Region Melnik in spätbyzantinischer und osmanischer Zeit. – Зборник радова Византолошког института, Т. 47 (2010), 247-276
- D. M. Brancoff. La Macédoine et sa Population Chrétienne. Paris, 1905, 192–193
- Todic, B. The Symbolical Investiture of the Archbishop Basil of Bulgaria at Melnik. – Zograf, 32 (2008), 59-68