Μιχαήλ Δοκειανός
Μιχαήλ Δοκειανός | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Θάνατος | 1050 Θράκη |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ανώνυμη κόρη Μανουηλ Ερωτικού Κομνηνού |
Τέκνα | Theodoros Dokeianos |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός |
Πόλεμοι/μάχες | Battle of Olivento |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Κατεπάνω της Ιταλίας |
Ο Μιχαήλ Δοκειανός, από ορισμένους σύγχρονους συγγραφείς αναφέρεται λανθασμένα Δουκειανός[1][2], ήταν ένας βυζαντινός ευγενής και στρατιωτικός ηγέτης. Πήρε μέρος στην Σικελική εκστρατεία υπό τον Γεώργιο Μανιάκη πριν μεταβεί στη Νότια Ιταλία ως κατεπάνω της Ιταλίας από το 1040 έως το 1041. Ανακλήθηκε αφού δύο φορές νικήθηκε σε μάχες κατά τη διάρκεια της Λομβαρδο-Νορμανδικής εξέγερσης του 1041. Έπειτα τα ίχνη του χάνονται και αναφέρεται ξανά το 1050, πολεμώντας εναντίον των Πετσεγένων που έκαναν επιδρομή στη Θράκη. Συνελήφθη κατά τη διάρκεια μάχης και θανατώθηκε με ακρωτηριασμό.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μιχαήλ καταγόταν από την πόλη Δόκεια από όπου οφείλεται και το επώνυμο του, του Θέματος Αρμενιακών. Η οικογένεια ήρθε σε εξέχουσα θέση στα μέσα του 11ου αιώνα, με τον Μιχαήλ να αναφέρεται από τα πρώτα μέλη της[3]. Ο Μιχαήλ παντρεύτηκε άγνωστη κόρη του Μανουήλ Κομνηνού και αδελφή του μετέπειτα αυτοκράτορα Ισαακίου, κατά πάσα πιθανότητα περίπου το 1030[4]. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Θεόδωρο[5]. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, ο Μιχαήλ ήταν ένας απλός άνθρωπος και δεν ήταν κατάλληλος για υψηλά αξιώματα[6][7], και, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Βαρζό χρωστούσε την άνοδό του σε υψηλό αξίωμα στους οικογενειακούς δεσμούς του με τους Κομνηνούς[8].
Υπηρεσία στην Ιταλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μιχαήλ αναφέρεται για πρώτη φορά το 1040, ως πρωτοσπαθάριος και δούκας, όταν είχε σταλεί στην νότια Ιταλία για να αναλάβει ως κατεπάνω της Ιταλίας[7]. Πριν από αυτό, συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα του Γεωργίου Μανιάκη στη Σικελία στο 1038[9]. Ο Δοκειανός έφτασε στην ηπειρωτική χώρα τον Νοέμβριο του 1040, και η κατάσταση που βρήκε ήταν κρίσιμη: ο προκάτοχος του Νικηφόρος Δοκειανός, ίσως συγγενής του, είχε σκοτωθεί τον Ιανουάριο στο Άσκολι σε μια ανταρσία των στρατευμάτων του , η οποία ακολουθήθηκε από μια εξέγερση στον Τάραντα και την κατάληψη της πρωτεύουσας, Μπάρι, από τον Αργυρό. Ο Δοκειανός όποιους αρχηγούς των διαφόρων εξεγέρσεων συνελάμβανε τους κρέμαγε ή τους τύφλωνε, αλλά απέτυχε να αντιμετωπίσει την διαδεδομένη δυσαρέσκεια για την καταπιεστική φορολογία που είχε επιβληθεί στο πλαίσιο των προετοιμασιών για την εκστρατεία στη Σικελία υπό τον Μανιάκη[9][10].
Ο Δοκειανός διόρισε τον μισθοφόρο Αρντουίνο τοποτηρητή και του έδωσε το φρούριο του Μέλφι. Ο Αρντουίνος είχε υπηρετήσει στην Σικελική εκστρατεία ως ηγέτης Νορμανδών αλλά είχε μαστιγωθεί σε μια διαμάχη σχετικά με τη διανομή της λείας από τους μουσουλμάνους της Σικελίας. Η μνησικακία του Αρντουίνου κατά των Βυζαντινών τον οδήγησε στην εξέγερση. Ζήτησε την ενίσχυση των Νορμανδών που είχαν βρίσκονταν στην κοντινή Αβέρσα, το 1030, και έλαβε ένα απόσπασμα από 300 άνδρες, μετά την υπόσχεση να μοιραστεί τα κέρδη του εξίσου με αυτούς. Έτσι τον Μάρτιο του 1041 ο ίδιος και οι άνδρες του κατέλαβαν το Μέλφι. Οι κάτοικοι του αντιτάχθηκαν αρχικά, αλλά τελικά πήγαν με το μέρος του Αρντουίνου[9][11][12].
Οι αντάρτες επέκτειναν γρήγορα τον έλεγχό τους πάνω από τις γειτονικές πόλεις της Βενόσα, Άσκολι και Λαβέλο. Ο Δοκειανός ο οποίος μόλις είχε επιβληθεί εκ νέου στο Μπάρι και τη γύρω περιοχή, βάδισε προς την αντιμετώπισή τους με μία ελλειπή στρατιωτική δύναμη που συγκρότησε βιαστικά, το μεγαλύτερο μέρος του αυτοκρατορικού στρατού ήταν ακόμα στη Σικελία. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στον ποταμό Ολιβέντο, όπου ο Δοκειανός νικήθηκε σε μάχη στις 17 Μαρτίου[9][12][13]. Οι επαναστάτες στις 4 Μαΐου νίκησαν άλλη βυζαντινή δύναμη υπό τον Δοκειανό σε μια άλλη μάχη κοντά στις Κάννες, παρότι φαίνεται ότι οι Βυζαντινοί ήταν υπέρτεροι αριθμητικά των ανταρτών. Ο ίδιος ο Δοκειανός έπεσε από το άλογό του κατά τη διάρκεια της μάχης και παραλίγο να συλληφθεί, έως ότου διασώθηκε από ένα άρχοντα[9][14][12]. Στον απόηχο της μάχης, οι δύο πλευρές παρέμειναν άπραγες. Οι Λομβαρδοί και οι Νορμανδοί πιθανότατα είχαν εξαντληθεί και μπορεί να είχαν υποστεί βαριές απώλειες, ενώ οι Βυζαντινοί ανασυντάχθηκαν. Ο Δοκειανός όμως ανακλήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Εξακουστό Βοϊωάννη, ενώ οι φρουρές στη Σικελία αποσύρθηκαν προς την ηπειρωτική Ιταλία για να αντιμετωπίσουν την απειλή των ανταρτών[15].
Η απόσυρση των αυτοκρατορικών δυνάμεων από τη Σικελία είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία κατάρρευση της αυτοκρατορικής κυριαρχίας εκεί. Υπό τον Μανιάκη, οι Βυζαντινοί είχαν κατακτήσει το ανατολικό τμήμα της νήσου, αλλά μετά το 1042, μόνο η Μεσσήνη παρέμενε στα βυζαντινά χέρια[9]. Στην ηπειρωτική χώρα, ο Βοϊωάννης δεν τα πήγε καλύτερα από τον προκάτοχό του, καθώς νικήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος κατά τη Μάχη της Μοντεπελόζo τον Σεπτέμβριο. Αυτή η διαδοχή από ήττες σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη βυζαντινή κυριαρχία στη νότια Ιταλία, μια διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα με την πτώση του Μπάρι στους Νορμανδούς υπό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο.
Υπηρεσία στη Θράκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Δοκειανός επανεμφανίζεται το 1050, όταν κατείχε τους τίτλους του πατρικίου και του βεστάρχη, παίρνοντας μέρος σε μια αυτοκρατορική εκστρατεία εναντίον των Πετσενέγων που έκαναν επίθεση στην Θράκη. Ο αυτοκρατορικός διοικητής, ο ευνούχος πραιπόσιτος Κωνσταντίνος, ήταν ένας στρατιωτικά άπειρος προστατευόμενος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ'. Ακολούθησε μεν την συμβουλή του για την οχύρωση του στρατοπέδου, αλλά όταν οι Πετσενέγοι εμφανίστηκαν προ της Αδριανούπολης, αρνήθηκε να λάβει σοβαρά υπόψη τη γνώμη του μαγίστρου Κωνσταντίνου Αριανίτη να περιμένουν και να επιτεθούν στους Πετσενέγκους όταν αυτοί θα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής, και αντ' αυτού βάδισε να τους συναντήσει στο ανοιχτό πεδίο της «Βασιλικής Λιβάδος», με αποτέλεσμα μια καταστροφική ήττα. Ο Αριανίτης σκοτώθηκε, ενώ ο Δοκειανός πιάστηκε αιχμάλωτος[16][17][18]. Οι Πετσενέγοι έφεραν τον αιχμάλωτο Δοκειανό μπροστά στον αρχηγό τους, αλλά ο Δοκειανός άρπαξε το σπαθί ενός φρουρού και έκοψε το χέρι του Πετσενέγου ηγεμόνα. Οι οργισμένοι Πετσενέγοι τον σκότωσαν και, σύμφωνα με για τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, άνοιξαν την κοιλιά του, έκοψαν τα χέρια και τα πόδια του και τα τοποθέτησαν σε αυτή[19][20].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Chalandon, 1907, pp=96, 98
- ↑ Norwich, 1967, p=58
- ↑ "Dokeianos" (A. Kazhdan), pp. 644–645
- ↑ Varzos, 1984, p=47
- ↑ Varzos, 1984, pp=49, 59–61
- ↑ Wortley, 2010, p=400
- ↑ 7,0 7,1 Varzos, 1984, p=48
- ↑ Varzos, 1984, pp=47–48
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 Ravegnani, 2010
- ↑ Loud, 2013, pp=79–80
- ↑ Loud, 2013, pp=78–79, 92
- ↑ 12,0 12,1 12,2 Wortley, 2010, p=401
- ↑ Loud, 2013, pp=80, 92
- ↑ Loud, 2013, pp=92–93
- ↑ Loud, 2013, p=93
- ↑ Varzos, 1984, p 48
- ↑ Wortley, 2010, pp 438–439
- ↑ Kaldellis & Krallis, 2012, pp 59, 61
- ↑ Varzos, 1984, pp 48–49
- ↑ Kaldellis & Krallis 2012, p. 61
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Chalandon, Ferdinand (1907). Histoire de la domination normande en Italie et en Sicile (στα Γαλλικά). Παρίσι.
- Kaldellis, Anthony· Krallis, Dimitris, επιμ. (2012). The History - Michael Attaleiates. Cambridge, Mass.: Harvard University Press. ISBN 978-0-674-05799-9.
- Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.
- Loud, Graham (2013). The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Northern Conquest. Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN 978-0-582-04529-3.
- Norwich, John Julius (1967). The Other Conquest. Νέα Υόρκη: Harper & Row.
- Ravegnani, Giorgio (2010). «MICHELE Dokeianos» (στα ιταλικά). Dizionario Biografico degli Italiani, Volume 74. http://www.treccani.it/enciclopedia/michele-dokeianos_%28Dizionario-Biografico%29/. Ανακτήθηκε στις 10 March 2015.
- Βαρζός, Κωνσταντίνος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). A. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2015.
- Wortley, John, επιμ. (2010). John Skylitzes: A Synopsis of Byzantine History, 811-1057. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-76705-7.