Νικόλας Χατζημαυρουδής
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Νικόλας Χατζημαυρουδής | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Θάνατος | 1852 |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Αργυρός Σταυρός του Σωτήρος |
Ο Νικόλας Χατζημαυρουδής από τη Λήμνο (; - 1852) υπήρξε σημαντικός αγωνιστής-θαλασσομάχος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Με το πλοίο του "Φωκίων" συμμετείχε σε διάφορες θαλάσσιες επιχειρήσεις, μετέφερε πολεμοφόδια και αμάχους που είχαν πληγεί από τουρκικές επιδρομές και το 1824 έδωσε το πλοίο του ως πυρπολικό. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στη Σύρο. Τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό του τάγματος του Σωτήρος. Στο Αρχείο Αγωνιστών του 21 έχει καταγραφεί στο Μητρώο Ναυτικών με Α.Μ. 175.
Βιογραφικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δράση του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Νικόλας Χατζημαυρουδής ήταν καραβοκύρης. Η έναρξη της επανάστασης τον βρήκε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο του "Φωκίων" φορτωμένο με 18.000 οκάδες κριθάρι προοριζόμενο για την Πρέβεζα. Ο Λήμνιος καπετάνιος αποφασίζει να προσχωρήσει στον αγώνα και κατευθύνθηκε στις Σπέτσες, από όπου μετέφερε το φορτίο στους Μύλους και το πρόσφερε στον αγωνιζόμενο πληθυσμό που υπέφερε από τα αντίποινα του Χουρσίτ πασά. Ήταν Απρίλιος του 1821. Με το πλοίο του μετέφερε πολλούς κυνηγημένους κατοίκους στο Άστρος, πολλούς από τους οποίους εξέθρεψε με δικά του έξοδα επί πενταήμερο. Δαπάνησε τότε περίπου 1.060 ισπανικά δίστηλα ή 15.000 γρόσια.
Τον Ιούλιο του 1821 έφυγε για τη Μακεδονία και έως τον Μάρτιο του 1822 περιέπλεε τα παράλια της Χαλκιδικής, του Άθω και της Θάσου διασώζοντας πολλούς αγωνιστές μετά την αποτυχία του κινήματος του Εμμανουήλ Παππά. Ακολούθως διατάχθηκε να μεταβεί στο στρατόπεδο του Ευρίπου Ευβοίας και να το προφυλάσσει από θαλάσσιες επιδρομές. Παρέμεινε εκεί επί 15 μήνες έως τον Αύγουστο του 1823 "ναυμαχών και διαπορθμεύων τους κατατρεχομένους". Από τη δράση του "όλη η νήσος Εύβοια έμεινεν ευχαριστημένη από την φιλογένειάν του". Μετά την υποταγή της Εύβοιας στους Τούρκους μετέφερε με το πλοίο του τρεις καραβιές λαού στη Σκιάθο και Σκόπελο για να σωθεί. Μια τέταρτη καραβιά, την οποία οι Σκοπελίτες δεν δέχθηκαν, την πήγε στην Αίγινα.
Στη συνέχεια διατάχθηκε να μεταβεί στην Κάρυστο με τρία άλλα πλοία για να προλάβει τουρκικό μπλόκο και τον Οκτώβριο του 1823 μετείχε στην πολιορκία του Ευρίπου. Ακολούθως διατάχθηκε να μεταφέρει στρατιώτες με τις οικογένειές τους από τις ακτές της Αργολίδας στην Εύβοια και 2.000 κιλά σιτάρι στο Ταλαντονήσι. Αφού εκτέλεσε τη μεταφορά, διατάχθηκε να περιπλέει την περιοχή εποπτεύοντας και να τροφοδοτεί το στρατόπεδο των Βρυσακίων έως το Μάρτιο του 1824. Και μετά στάλθηκε στα Ψαρά μεταφέροντας "ξυλική". Επίτροπος του φορτίου ήταν ο αδερφός του Κωνσταντίνου Κανάρη. Φθάνοντας στα Ψαρά, η τοπική συνέλευση, το λεγόμενο "Κοινόν των Ψαρών" αποφάσισε ως είχε δικαίωμα να κατασχέσει το πλοίο του και να το χρησιμοποιήσει ως "μπουρλότο", δηλαδή πυρπολικό.
Όταν η οθωμανική διοίκηση της Λήμνου πληροφορήθηκε τη συμμετοχή του Χατζημαυρουδή στον αγώνα, προέβη σε αντίποινα. Κατέσχεσε την περιουσία του στο νησί και συνέλαβε τον πατέρα του και την οικογένειά του, για την απελευθέρωση των οποίων πλήρωσε 11.000 γρόσια.
Το πλοίο "Φωκίων"
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πλοίο "Φωκίων" του καπετάν-Νικόλα Χατζημαυρουδή ήταν ένα δικάταρτο μπρίκι, ναυπηγημένο το 1817 στη Λήμνο, χωρητικότητας 9.000 κοιλών (270 τόννων περίπου) και είχε στοιχίσει 48.000 γρόσια. Το 1824 η αξία του εκτιμήθηκε στα 45.000 γρόσια. Ήταν εφοδιασμένο με πέντε κανόνια, 22 τουφέκια, τέσσερα τρομπόνια και άλλα φορητά όπλα (σπαθιά, χατζάρια, μαχαίρια κλπ), συνολικής αξίας 2.500 γροσίων περίπου. Στο "Κοινόν των Ψαρών" παρέδωσε επίσης πολεμοφόδια (101 οκάδες μπαρούτι και 112 μπάλες), τρεις άγκυρες και άλλα αντικείμενα συνολικής αξίας 6.000 γροσίων, "απογυμνωθείς από τα πάντα", όπως αναφέρει σε μεταγενέστερη αναφορά του προς το Υπουργείο Ναυτικών.
Από τον Ιούλιο του 1822 είχε μετατραπεί επισήμως σε πολεμικό με έγγραφο του Υπ. Ναυτικών και είχε το δικαίωμα να φέρει 10 κανόνια και 21 ναύτες, τους μισθούς των οποίων πλήρωνε η πολεμική επιτροπή.
Το 1824 το πλοίο κατασχέθηκε και προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως πυρπολικό κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Ψαρών από τον Χοσρέφ Τοπάλ πασά αλλά τελικά διασώθηκε από την καταστροφή των Ψαρών. Συνέχισε να χρησιμοποιείται υπό ψαριανή πλέον διοίκηση και χρησιμοποιήθηκε ως πυρπολικό στη ναυτική επιχείρηση στον κόλπο του Γέροντα, ανοιχτά της Κω τον Αύγουστο του 1824, οπότε και καταστράφηκε.
Αποζημίωση για το πλοίο του δεν έλαβε ποτέ, αν και είχε συμφωνήσει με τη Βουλή των Ψαρών να αποζημιωθεί με 8.000 γρόσια, διότι τα Ψαρά καταστράφηκαν. Κινδύνεψε δε να χαθεί και ο ίδιος, αφού βρισκόταν εκεί κατά την κρίσιμη περίοδο. Έπειτα από αίτημά του εκδόθηκαν δύο διαταγές πληρωμής, μία γα το πλοίο 45.000 γροσίων και μία για τον εαυτό του 3.000 γροσίων, οι οποίες όμως έμειναν απλήρωτες. Το 1826 ζήτησε τη βοήθεια του συμπατριώτη του φιλικού και λόγιου Κωνσταντίνου Γ. Λημνίου, ο οποίος υπηρετούσε ως φροντιστής του στρατεύματος στο Άργος, ώστε να λάβει κάποια αποζημίωση, "ως ευρισκόμενος εις άκραν ένδειαν", χωρίς αποτέλεσμα. Οι χρηματικές αυτές εντολές παρέμειναν ανεκτέλεστες και βρίσκονται ακόμα στο αρχείο του στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος .
Μεταπολεμική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την καταστροφή του πλοίου του ο καπετάν-Νικόλας κατέφυγε στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου έζησε έως το 1852. Κατά καιρούς έκανε αναφορές προς την "Επιτροπή Εκδουλεύσεων", να τύχει αποζημίωσης για όσα πρόσφερε στον αγώνα αλλά έως το θάνατό του είχε πληρωθεί ελάχιστα ποσά. Το 1867, δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατό του, το κράτος του όφειλε ακόμα 103.510 γρόσια.
Η πολιτεία τον τίμησε μόνο με ηθικούς επαίνους. Τον αναγνώρισε ως Υποπλοίαρχο Α΄ τάξεως και του απένειμε τον αργυρό σταυρό του τάγματος του Σωτήρος. Ο ίδιος συνέχισε το ναυτικό επάγγελμα και αναφέρεται ως ιδιοκτήτης ιστιοφόρων.
Τιμητικές διακρίσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τρύφων Μαραγκός, "Χρονικό του καπ. Νικόλα Χατζημαυρουδή", εφ. "Λήμνος", φ. 25/4 ως 28/6/1959.
- Τάσος Καψιδέλης, "Η Λήμνος στην επανάσταση του 1821", Αθήνα 1986.