Χαλιφάτο των Φατιμιδών
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Χαλιφάτο των Φατιμιδών الدولة الفاطمية (Αλ-Χιλάφα αλ-Φατιμίγια) | |||||
| |||||
---|---|---|---|---|---|
| |||||
Πρωτεύουσα | Ρακκάντα (909-921) Αλ Μαχντίγια (921-948) Μανσουρία (948-973) Κάιρο (973-1171) | ||||
Γλώσσες | Αραβικά Βερβερικές | ||||
Θρησκεία | Ισμαηλιτικός Σιιτικός Ισλαμισμός | ||||
Πολίτευμα | Χαλιφάτο | ||||
Χαλίφης | |||||
- | 909-934 (πρώτος) | Αλ-Μάχντι Μπιλλάχ | |||
- | 1160-1171 (τελευταίος) | Αλ-Άντιντ | |||
Ιστορική εποχή | Πρώιμος Μεσαίωνας | ||||
- | Ίδρυση | 909 | |||
- | Κατάλυση | 1171 |
Το Χαλιφάτο των Φατιμιδών (909-1171 μ.Χ., αραβικά: الفاطميون) ήταν ισμαηλιτικό σιιτικό χαλιφάτο, που εκτεινόταν σε μια μεγάλη περιοχή του αραβικού κόσμου, από την Ερυθρά Θάλασσα στην Ανατολή μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό στη Δύση. Αρχικώς με έδρα την Τυνησία (Ιφρικίγια), η δυναστεία των Φατιμιδών επέκτεινε την κυριαρχία της κατά μήκος της μεσογειακής ακτής της Αφρικής και τελικώς έφτασε μέχρι την Αίγυπτο κάνοντάς τη το κέντρο του χαλιφάτου. Στην ακμή της, εκτός της Αιγύπτου, το χαλιφάτο περιελάμβανε διάφορες περιοχές του Μαγκρέμπ, του Σουδάν, της Σικελίας, της Ανατολής και της Χετζάζης στην Αραβική Χερσόνησο.
Οι Φατιμίδες ίδρυσαν την τυνησιακή πόλη της Αλ Μαχντίγια και την έκαναν πρωτεύουσά τους, πριν κατακτήσουν με τον Γκοχάρ αλ Ρούμι την Αίγυπτο και ιδρύσουν την πόλη του Καΐρου (Καχίρα) το 969 μ.Χ. Από τότε και μετά το Κάιρο έγινε η πρωτεύουσα του χαλιφάτου, με την Αίγυπτο να αποτελεί το πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο του κράτους.
Ο όρος Φατιμίδες συνηθίζεται να αναφέρεται μερικές φορές στους πολίτες του χαλιφάτου. Η άρχουσα ελίτ του κράτους ανήκε στον ισμαηλιτικό κλάδο του σιιτισμού. Οι αρχηγοί της δυναστείας ήταν επίσης σιίτες ισμαηλίτες ιμάμηδες, γι΄ αυτό και είχαν θρησκευτική αξία για τους μουσουλμάνους αυτού του κλάδου του σιιτισμού. Η εξουσία των Φατιμιδών σηματοδοτεί μια σπάνια περίοδο στη μουσουλμανική ιστορία, κατά την οποία οι απόγονοι του Αλί ιμπν Αμπί Τάλιμπ (εξ ου και το όνομα Φατιμίδες, από τη γυναίκα του Αλί και κόρη του Μωάμεθ, Φάτιμα) είχαν τα ηνία του χαλιφάτου, με την εξαίρεση της τελικής περιόδου του Χαλιφάτου Ρασιντούν υπό τον ίδιο τον Αλί.
Το χαλιφάτο συχνά έδειχνε να εξασκεί ένα βαθμό θρησκευτικής ανεκτικότητας επί των μη ισμαηλιτικών σεκτών του Ισλάμ, καθώς και απέναντι στους Εβραίους, Μαλτέζους χριστιανούς και Κόπτες χριστιανούς. Τα δικαστήρια στις περιοχές των Φατιμιδών χρησιμοποιούσαν λειτουργούς της σχολής ισλαμικού δικαίου Χανάφι, και ο πληθυσμός του χαλιφάτου ήταν κυρίως Σουνίτες.
Το χαλιφάτο των Φατιμιδών ξεχώριζε επίσης από τον διακεκριμένο ρόλο των Βερβέρων κατά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του. Διατηρήθηκε από το 909 μ.Χ. έως το 1171, όταν ο Σαλαντίν έγινε σουλτάνος της Αιγύπτου και επέστρεψε τη χώρα στην κυριαρχία της πίστης του σουνιτικού μουσουλμανικού Χαλιφάτου των Αββασιδών.
Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η θρησκευτική ιδεολογία του χαλιφάτου των Φατιμιδών είχε τις απαρχές τις σε ένα ισμαηλιτικό σιιτικό κίνημα του 9ου αιώνα μ.Χ. στην πόλη Σαλαμίγια της Συρίας, με ηγέτη του τον όγδοο ιμάμη των Ισμαηλιτών, Αμπντ Αλλάχ αλ-Άκμπαρ (766-828). Ο ιμάμης αυτός ισχυρίστηκε ότι καταγόταν από τον Ισμαήλ ιμπν Τζαφάρ, τον έβδομο ισμαηλίτη ιμάμη, και από τη Φάτιμα, κόρη του προφήτη Μωάμεθ, και τον σύζυγό της Αλί ιμπν Αμπί Τάλιμπ, πρώτο σιίτη ιμάμη, εξ ου και ο Αμπντ Αλλάχ αλ-Άκμπαρ είχε το προσωνύμιο Αλ-Φάτιμι (ο Φατιμίδης). Ο ιμάμης αυτός, καθώς και ο ένατος (Αμπαντουλλάχ, περ. 813 - περ. 840) και ο δέκατος (Χουσεΐν, πέθανε το 881) κατά σειρά ιμάμηδες του Ισμαηλισμού, παρέμειναν "κρυμμένοι" (σημαίνων όρος του Σιιτισμού, εννοεί αφανείς από τους κρατούντες, προστατευμένοι, έχοντας όμως έντονο μυστικιστικό, μεσσιανικό και τελολογικό χαρακτήρα) εργαζόμενοι για το κίνημα ενάντια στους μουσουλμάνους Αββασίδες και άλλους μικρότερους ηγέτες της περιόδου.
Αργότερα, ο 11ος ιμάμης Αμπντουλλάχ αλ-Μάχντι Μπιλλάχ (873-934), μεταμφιεσμένος σε έμπορο, έφτασε μαζί με τον υιό του στην πόλη Σιτζίλμασα, στο σημερινό Μαρόκο, αποφεύγοντας τις διώξεις των Αββασιδών, που θεωρούσαν την ισμαηλιτική σιιτική πίστη του όχι μόνο μη ορθόδοξη, αλλά και επικίνδυνη για το στάτους κβο του χαλιφάτου τους. Σύμφωνα με το μύθο, ο Αμπντουλλάχ και ο υιός του εκπλήρωναν μια προφητεία που έλεγε ότι ο Μάχντι (ο Μεσσίας) θα ερχόταν από τη Μεσοποταμία στη Σιτζίλμασα. Εκεί, κρύφτηκαν ανάμεσα στον εντόπιο πληθυσμό της Σιτζίλμασα, που με τη γύρω περιοχή συγκροτούσε τότε ένα ανεξάρτητο εμιράτο υπό την εξουσία του πρίγκηπα Γιάσα ιμπν Μιντράρ (βασίλευσε την περίοδο 884-909).
Ο αφοσιωμένος σιίτης και έως τότε διοικητικός αξιωματούχος των Αββασιδών, Αμπού Αμπντουλλάχ αλ-Σίι, υποστήριξε τον ιμάμη Αμπντουλλάχ αλ-Μάχντι Μπιλλάχ. Ο Αλ-Σίι, που είχε γεννηθεί στην Κούφα του Ιράκ, προσηλυτίστηκε και άρχισε να κηρύττει τον Ισμαηλισμό στην Υεμένη και τη Μέκκα. Μετά τη συνάντησή του με μια ομάδα Βορειαφρικανών μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια προσκυνήματός του (χατζ) στη Μέκκα, οι άντρες της ομάδας αυτής υπερηφανεύθηκαν για τη χώρα των Βερβέρων Κουτάμα στη δυτική Ιφρικίγια (σήμερα τμήμα της Αλγερίας) και την ανεξαρτησία της από τους Αγλαβίδες ηγεμόνες της περιοχής, καθώς και την εχθρότητά τους προς αυτούς. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αλ-Σίι, που διείδε μια σπουδαία ευκαιρία διάδοσης του Ισμαηλισμού, να ταξιδεύσει μετά από πρόσκλησή τους στην περιοχή του Μαγκρέμπ, όπου άρχισε να κηρύττει το δόγμα των Ισμαηλιτών. Οι Βέρβεροι χωρικοί, καταπιεσμένοι για δεκαετίες από τη διεφθαρμένη εξουσία των Αγλαβιδών, θα αποδεικνύονταν η ιδανική βάση για να φυτρώσει ο σπόρος της ανταρσίας. Γρήγορα, ο Αλ-Σίι άρχισε να κατακτά πόλεις στην περιοχή: πρώτα τη Μίλα, μετά το Σετίφ, την Καϊρουάν, και τελικώς τη Ρακκάντα, την πρωτεύουσα των Αγλαβιδών. Το 909 έστειλε μια μεγάλη εκστρατευτική δύναμη να σώσει τον Αμπντουλλάχ αλ-Μάχντι Μπιλλάχ, η οποία κατέκτησε καθ΄ οδόν το χαριζίτικο κράτος της Ταχέρτ. Αφού κέρδισε την ελευθερία του (είχε εγκλειστεί στο ενδιάμεσο διάστημα στη φυλακή), ο Αμπντουλλάχ αλ-Μάχντι Μπιλλάχ έγινε ηγέτης του διαρκώς επεκτεινόμενου κράτους, αναλαμβάνοντας τη θέση του ιμάμη και χαλίφη.
Επέκταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εξουσία του Αμπντουλλάχ αλ-Μάχντι σύντομα επεκτάθηκε σε ολόκληρο το Μαγκρέμπ (σημερινές χώρες Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, και Λιβύη), με έδρα εξουσίας την πόλη Αλ-Μαχντίγια. Η νεοϊδρυθείσα πόλη Αλ-Μανσουρίγια, κοντά στην Καϊρουάν, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του χαλιφάτου κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του ιμάμη Αλ-Μανσούρ Μπιλλάχ (βασ. 946-953) και του ιμάμη Αλ-Μούιζ λι-Ντιν Αλλάχ (βασ. 953-957).
Ο Φατιμίδης στρατηγός Τζαουχάρ αρ-Ρουμί κατέκτησε την Αίγυπτο το 969, όπου έχτισε μια νέα ανακτορική πόλη, κοντά στη Φουστάτ, που επίσης ονόμασε Αλ-Μανσουρίγια. Υπό τον ιμάμη Αλ-Μούιζ λι-Ντιν Αλλάχ, οι Φατιμίδες κατέκτησαν τo βιλαέτι των Ιχσιδιδών, και μετονόμασαν αφού στην ουσία επανίδρυσαν την Αλ-Μανσουρίγια, σε Αλ-Καχίρα (Κάιρο), το 973. Το όνομα της πόλης, που σημαίνει Η Νικηφόρος, θεωρείται ότι αποτελούσε αναφορά στον πλανήτη Άρη, που ήταν ορατός στον ουρανό τη στιγμή που ξεκίνησε η κατασκευή της (αν-Νατζμ αλ-Καχίρ ήταν ένα από τα προσωνύμια του Άρη από τους Άραβες, "Το Νικηφόρο Άστρο"). Το Κάιρο προοριζόταν ως βασιλικό συγκρότημα για τον Φατιμίδη χαλίφη και το στρατό του, παρότι η πραγματική διοικητική και οικονομική έδρα της Αιγύπτου βρισκόταν μέχρι το 1169 σε πόλεις όπως η Φουστάτ. Μετά την Αίγυπτο, οι Φατιμίδες συνέχισαν να κατακτούν τις γύρω περιοχές μέχρι που η εξουσία τους εκτεινόταν από την Τυνησία έως τη Συρία, καθώς και τη Σικελία.
Υπό τους Φατιμίδες, η Αίγυπτος αποτέλεσε κέντρο μιας αυτοκρατορίας που περιελάμβανε στην ακμή της μέρη της Βόρειας Αφρικής, της Τιχάμα (η κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας παραλιακή πεδιάδα της Αραβικής Χερσονήσου, από τον Κόλπο της Άκαμπα έως το Μπαμπ ελ Μαντέμπ), Σικελίας, Παλαιστίνης, Ιορδανίας, Λιβάνου, Συρίας, και της ακτής της Ερυθράς Θάλασσας στην Αφρική, Χετζάζης, και Υεμένης. Η Αίγυπτος αναπτύχθηκε, και οι Φατιμίδες παγίωσαν ένα εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο τόσο στη Μεσόγειο Θάλασσα όσο και στον Ινδικό Ωκεανό. Το εμπόριό τους και οι διπλωματικοί δεσμοί τους εκτείνονταν μέχρι την Κίνα της δυναστείας Σονγκ, γεγονός που τελικώς καθόρισε την οικονομική πορεία της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια του Ύστερου Μεσαίωνα. Η προσοχή των Φατιμιδών στο μακρινό εμπόριο συνοδεύτηκε όμως από έλλειψη ενδιαφέροντος για τη γεωργία και παραμέληση του αρδευτικού συστήματος του ποταμού Νείλου.
Στρατιωτικό σύστημα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στρατός των Φατιμιδών βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στους άντρες της φυλής Κουτάμα των Βερβέρων, που έφτασαν στην Αίγυπτο, όπου παρέμειναν σημαντικό τμήμα του στρατού ακόμα και μετά την αποσκίρτηση της περιοχής της Τυνησίας από το χαλιφάτο. Μετά την επιτυχή εγκατάστασή τους στην Αίγυπτο, οι τοπικές αιγυπτιακές πολιτοφυλακές ενσωματώθηκαν επίσης στο στρατό, έτσι η πολεμική μηχανή των Φατιμιδών ενισχύθηκε με Βορειοαφρικανούς στρατιώτες από την Αλγερία έως την Αίγυπτο.
Μια σημαντική αλλαγή προέκυψε όταν ο Φατιμίδης χαλίφης επιχείρησε να διεισδύσει στη Συρία στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα. Οι Φατιμίδες αντιμετώπισαν τις υπό τουρκική ηγεσία δυνάμεις του Αββασίδη χαλίφη και άρχισαν να αντιλαμβάνονται τα όρια της πολεμικής μηχανής τους. Έτσι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Αμπού Μανσούρ Νιζάρ αλ-Αζίζ Μπιλλάχ και Αλ-Χακίμ μπι-Αμρ Αλλάχ, ο χαλίφης άρχισε να ενσωματώνει στρατιές Τούρκων και αργότερα μαύρων Αφρικανών (αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν και άλλες εθνικές ομάδες, όπως Αρμένιοι κ.α.). Οι στρατιωτικές μονάδες γενικώς διαχωρίζονταν βάσει εθνικών γραμμών, έτσι οι Βέρβεροι αποτελούσαν συνήθως το ελαφρύ ιππικό και τους πεζούς, ενώ οι Τούρκοι το σώμα των ιπποτοξοτών και το βαρύ ιππικό (γνωστοί ως Μαμελούκοι). Οι μαύροι Αφρικανοί, οι Σύροι, και οι Άραβες, γενικώς δρούσαν ως βαρύ πεζικό και πεζοί τοξότες. Το εθνοκεντρικό αυτό στρατιωτικό σύστημα, με το μερικώς καθεστώς σκλάβου πολλών από τους εισαχθέντες μαχητές των διαφόρων εθνικών ομάδων, θα παρέμενε βασικά απαράλλακτο για πολλούς αιώνες μετά την πτώση του χαλιφάτου των Φατιμιδών.
Οι Φατιμίδες έβαλαν όλη τη στρατιωτική τους ισχύ στο σκοπό της άμυνας της αυτοκρατορίας όποτε αυτή απειλείτο από διάφορους κινδύνους, τους οποίους αποδείχθηκαν ικανοί ν΄ αντιμετωπίζουν, ειδικώς κατά τη χαλιφεία του Αλ-Μούιζ λι-Ντιν Αλλάχ. Κατά τη διάρκεια της Αρχής του, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διοικείτο από τον Νικηφόρο Β΄ Φωκά, που είχε καταστρέψει το μουσουλμανικό Εμιράτο της Κρήτης το 961 και κατακτήσει τις πόλεις Ταρτούς, Αλ Μασάισα, Άιν Ζάρμπα, και άλλες, κερδίζοντας τον πλήρη έλεγχο του Ιράκ και των συριακών συνόρων, και το προσωνύμιο Χλωμός Θάνατος των Σαρακηνών. Με τους Φατιμίδες, παρόλα αυτά, αποδείχθηκε λιγότερο επιτυχής. Μετά την αποκήρυξη των πληρωμών στους Φατιμίδες χαλίφηδες, απέστειλε μια εκστρατευτική δύναμη στη Σικελία, αλλά αναγκάστηκε μετά από ήττες στην ξηρά και τη θάλασσα να εκκενώσει πλήρως το νησί. Το 967, συνομολόγησε ειρήνη με τους Φατιμίδες και στράφηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στον κοινό εχθρό τους, Όθωνα Α΄, που είχε ανακηρύξει τον εαυτό του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και είχε επιτεθεί στις βυζαντινές περιοχές της Ιταλίας.
Παρακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ ο βασισμένος σε εθνικές ομάδες στρατός ήταν γενικώς επιτυχής στο πεδίο της μάχης, άρχισε να έχει αρνητικά αποτελέσματα στις εσωτερικές υποθέσεις των Φατιμιδών. Παραδοσιακά το βερβερικό στοιχείο του στρατού είχε την ισχυρότερη λαβή στα πολιτικά πράγματα, αλλά καθώς το τουρκικό στοιχείο γινόταν όλο και πιο ισχυρό, άρχισε να αντιστέκεται σε αυτή την κατάσταση, και μέχρι το 1020 σοβαρές ταραχές είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στα αφρικανικά στρατεύματα των Μαύρων στρατιωτών που μάχονταν ενάντια σε μια βερβεροτουρκική συμμαχία.
Μέχρι τη δεκαετία του 1060, η τεταμένη ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές εθνικές ομάδες εντός του στρατού των Φατιμιδών κατέρρευσε καθώς η Αίγυπτος υπέφερε από μια παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας και σιτοδείας. Η έλλειψη πρώτων υλών επιτάχυνε τη γιγάντωση των προβλημάτων μεταξύ των διαφορετικών εθνικών φατριών, και τελικώς ξέσπασε ανοικτός πόλεμος, κυρίως μεταξύ των Τούρκων υπό την ηγεσία του Νάσιρ αντ-Ντάουλα ιμπν Χάμνταν και των Μαύρων στρατιωτών, ενώ οι Βέρβεροι άλλαξαν πλευρά και συντάχθηκαν με τους τελευταίους. Οι τουρκικές δυνάμεις του φατιμιδικού στρατού κυρίευσαν το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης του Καΐρου και το κράτησαν μαζί με τον χαλίφη σε ομηρεία, ενώ τα βερβερικά στρατεύματα και οι εναπομείνασες δυνάμεις των Σουδανέζων στρατιωτών λεηλατούσαν την ίδια στιγμή τα άλλα μέρη της Αιγύπτου.
Μέχρι το 1072, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει την Αίγυπτο, ο Φατιμίδης χαλίφης Αμπού Ταμίμ Μάαντ αλ-Μουστανσίρ Μπιλλάχ ανακάλεσε τον αρμενικής καταγωγής στρατηγό Μπαντρ αλ-Τζαμάλι (πρώην σκλάβο), που εκείνο τον καιρό ήταν κυβερνήτης της Άκρας στην υπό φατιμιδικό έλεγχο Παλαιστίνη. Ο Μπαντρ αλ-Τζαμάλι οδήγησε τα στρατεύματά του στην Αίγυπτο και κατάφερε να καταστείλει τις διαφορετικές ομάδες των αντάρτικων στρατών, διώκοντας σε μεγάλο βαθμό τους Τούρκους στην πορεία. Παρόλο που το χαλιφάτο σώθηκε από την άμεση καταστροφή, η δεκαετής ανταρσία κατέστρεψε την Αίγυπτο που δεν κατάφερε ποτέ ξανά ν΄ αποκτήσει τη δύναμη που είχε πριν.
Ως αποτέλεσμα της επιτυχίας του, ο Μπαντρ αλ-Τζαμάλι έγινε βεζίρης του Φατιμίδη χαλίφη, φτάνοντας να γίνει ένας από τους πρώτους στρατιωτικούς βεζίρηδες (Αμίρ αλ Τζουγιούς στα Αραβικά, Διοικητής του Στρατού), ο οποίος θα κυριαρχούσε στα πολιτικά πράγματα της ύστερης εποχής των Φατιμιδών. Επίσης, έκτισε το περίφημο τζαμί Τζουγιούσι, Το Τζαμί των Στρατιών, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1085 υπό την πατρωνία του τότε χαλίφη και ιμάμη Μάαντ αλ-Μουστανσίρ Μπιλλάχ. Το τζαμί ανεγέρθηκε στο χείλος των λόφων Μοκάτταμ, διασφαλίζοντας θέα της πόλης του Καΐρου. Το τζαμί αυτό επίσης ήταν γνωστό ως μνημείο νίκης και απότισης τιμής στον βεζίρη για την αποκατάσταση του χαλίφη και ιμάμη Μουστανσίρ. Καθώς οι στρατιωτικοί βεζίρηδες αποτέλεσαν σταδιακά και επιτυχώς τις κεφαλές του κράτους, ο ρόλος του χαλίφη υποβαθμίστηκε στο ρόλο μιας πολιτικής μαριονέτας. Ο υιός του Μπαντρ αλ-Τζαμάλι, ο δυναμικός Αλ-Άφνταλ, τον διαδέχθηκε στη θέση του βεζίρη.
Τη δεκαετία του 1040, οι Βέρβεροι Ζιρίδες, δυναστεία κυβερνητών της Βόρειας Αφρικής, υποτελών στους Φατιμίδες, διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από τους αφέντες τους και αναγνώρισαν τους σουνίτες Αββασίδες χαλίφηδες της Βαγδάτης ως κυρίους τους, γεγονός που οδήγησε τους Φατιμίδες στην εξαπόλυση των καταστρεπτικών εισβολών των υποτελών τους ανελέητων, σκληροτράχηλων και απείθαρχων Βεδουίνων της φυλής Χιλάλ (Μπανού Χιλάλ) στη Βόρεια Αφρική. Μετά το 1070 περίπου, η λαβή εξουσίας των Φατιμιδών στην ακτή του Λεβάντε και τμήματα της Συρίας δοκιμάστηκε, πρώτα από τις τουρκικές εισβολές, και στη συνέχεια από τους Σταυροφόρους, μέχρι που η επικράτειά τους συρρικνώθηκε ώσπου περιελάμβανε πλέον μόνο την Αίγυπτο. Οι Φατιμίδες σταδιακά απώλεσαν εντός τριάντα ετών το Εμιράτο της Σικελίας από τον Νορμανδό Ρογήρο Α΄, που απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της νήσου μέχρι το 1091.
Η εξάρτηση δε από το φεουδαρχικό σύστημα των ίκτα διάβρωσε την κεντρική εξουσία των Φατιμιδών, καθώς όλο και περισσότεροι στρατιωτικοί αρχηγοί στις εσχατιές της αυτοκρατορίας έγιναν ημιανεξάρτητοι.
Μετά την αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος των Φατιμιδών στα 1160, ο Ζενγκίδης ηγέτης Νουρ αντ-Ντιν έστειλε τον κουρδικής καταγωγής στρατηγό του Σιρκούχ, να καταλάβει την Αίγυπτο από τον τότε βεζίρη της, Σαουάρ, το 1169. Ο Σιρκούχ όμως απεβίωσε μόλις δύο μήνες μετά την κατάληψη της Αρχής στην Αίγυπτο, και η εξουσία πέρασε στον ανηψιό του Σαλαντίν. Αυτό αποτέλεσε την απαρχή του Σουλτανάτου των Αγιουβιδών της Αιγύπτου και Συρίας.
Απόγονοι της Φάτιμα (Φατιμίδες) και του Αλί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Hathaway, Jane (2012). A Tale of Two Factions: Myth, Memory, and Identity in Ottoman Egypt and Yemen. SUNY Press. σελ. 97. ISBN 9780791486108.