Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χριστιανοί απολογητές

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Χριστιανοί απολογητές ονομάστηκαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την απολογητική της χριστιανικής θρησκείας, δηλαδή με την υπεράσπιση των χριστιανικών δοξασιών και της αξίας των ιερών γραφών. Οι απολογητές έγραψαν υπερασπίζοντας τον Χριστιανισμό απευθυνόμενοι τόσο προς Εθνικούς όσο και προς Ιουδαίους.

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συγκεκριμένα για τους χριστιανούς συγγραφείς του 2ου αιώνα, αν και αυτός ο χρονικός προσδιορισμός αμφισβητείται λόγω της έλλειψης επαρκών ιστορικών στοιχείων, αλλά και με μια ευρύτερη έννοια συνεχίζει να περιλαμβάνει ομοίως και συγγραφείς κατά τον Μεσαίωνα, τη Μεταρρύθμιση έως και σήμερα.

Όσον αφορά τους Χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων μ.Χ., όλοι έγραψαν απολογίες για να αποκρούσουν τις διάφορες κατηγορίες και συκοφαντίες των Εθνικών κατά των Χριστιανών, όμως συνήθως γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που έγραψαν απολογίες στην ελληνική γλώσσα και αυτούς που έγραψαν στη λατινική.

Απολογητές που έγραψαν στην ελληνική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιφανέστεροι στον 2ο μ.Χ. αιώνα ήταν οι Αθηναίοι Κοδράτος, Αριστείδης ο Αθηναίος και Αθηναγόρας, οι Παλαιστίνιοι Αρίστων από την Πέλλα και Ιουστίνος ο Μάρτυρας, οι Σύροι Τατιανός και Θεόφιλος Αντιοχείας, οι Μικρασιάτες Κλαύδιος Απολινάριος Ιεραπόλεως και Μελίτων ο Σάρδεων, αλλά και ο Ερμείας, που έγραψε το έργο "Διασυρμός των έξω φιλοσόφων". Επίσης, οι Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Ευσέβιος ο Καισαρείας, Αθανάσιος Αλεξανδρείας (ο Μέγας), και Ωριγένης, του οποίου το έργο Κατά Κέλσου αποτελεί την εγκυρότερη και πληρέστερη υπεράσπιση του Χριστιανισμού, με αριστοτεχνική επιχειρηματολογία και διαλεκτική δύναμη.

Απολογητές που έγραψαν στη λατινική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κυριότερος εκπρόσωπός τους υπήρξε στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα ο Μινούκιος Φήλιξ, με το έργο του Οκτάβιος. Τον 3ο αιώνα διακρίθηκε ο Τερτυλλιανός, με τα έργα του Απολογητικόν (Apologeticum) και Προς τα Έθνη (Ad Nationes). Την ίδια εποχή έδρασε ο Κυπριανός ο Καρχηδόνιος. Τον 4ο αιώνα αναδείχθηκε ο Αρνόβιος, με το έργο του Κατά των Εθνών, και ο μαθητής του Λακτάντιος, με κύριο έργο το Περί Θείων Θεσμών.

Η θεολογία των απολογητών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλοι οι Απολογητές Πατέρες, ως οι πρώτοι γνήσιοι Θεολόγοι της Εκκλησίας, ανέλαβαν το έργο να παρουσιάσουν και να εκθέσουν συστηματικά ενώπιον των πολιτικών και πνευματικών ιθυνόντων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το δόγμα του Χριστιανισμού έναντι των παλαιών θρησκειών, και συνάμα να αποκρούσουν τις, εκ μέρους των Εθνικών και Ιουδαίων, ποικίλες κατηγορίες κατά των Χριστιανών για αθεΐα, ασέβεια, Θυέστεια δείπνα, Οιδιπόδειες μίξεις και πολιτική συνωμοσία. Στα έργα των Απολογητών παρουσιάζεται εκλογικευμένος (εκφιλοσοφημένος) ο Χριστιανισμός ως η μόνη εξ υπερφυσικής Αποκαλύψεως θρησκεία του πνεύματος, της ελευθερίας και της απόλυτης ηθικής. Ως τοιαύτη δε αποκαλυμμένη και απόλυτη θρησκεία βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με όλες τις προηγούμενες πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες, στις οποίες αναμειγνύονταν ψέμα, πλάνη, μυθοπλασία και μαγεία. Έτσι, οι Απολογητές, με μια αισιόδοξη αντίληψη για τον κόσμο, συμβίβασαν Χριστιανισμό και πνευματικό πολιτισμό, υψώνοντας το Χριστιανισμό σε παγκόσμια και διαχρονική θρησκεία.

Οι Απολογητές δέχτηκαν επιρροές από τη σύγχρονή τους φιλοσοφία, του Στωικισμού. «Όσα ουν παρά πάσι καλώς είρηται, ημών των Χριστιανών εστιν» (Ιουστίνος Μάρτυς και Φιλόσοφος)[1], αφού οι αρχαίοι Έλληνες Ποιητές και Φιλόσοφοι είτε παρέλαβαν πολλά εκ των Εβραίων Προφητών (Ιουστίνος, Τατιανός, Θεόφιλος, Τερτυλλιανός), είτε φωτίστηκαν δια του <Σπερματικού Λόγου>: «οι μετά Λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εισιν, καν άθεοι ενομίσθησαν, οίον εν Έλλησι μεν Σωκράτης και Ηράκλειτος και οι όμοιοι αυτοίς, εν Βαρβάροις δε Αβραάμ και Ανανίας και Αζαρίας και Μισαήλ και Ηλίας και άλλοι πολλοί» (Ιουστίνος). Κατά τον Τερτυλλιανό “anima naturaliter Christiana” [πρώτη χριστιανική Ψυχολογία ιατρού Σωρανού (αρχές 2ου αι.) από την Έφεσο].Κατά τον Τατιανό και οι (Χριστιανές) γυναίκες μπορούν να ονομάζονται φιλόσοφοι, όπως, άλλωστε, και κάθε αληθής Χριστιανός, που αποτελεί το φως και το άλας του κόσμου (Αριστείδης). Αντίθετα, όμως, ο Θεόφιλος Αντιοχείας παρουσιάζει τη σοφία των Φιλοσόφων ως δαιμονική. Ως αρνητικό, ομοίως, της θεολογίας των Απολογητών μπορεί να καταλογισθεί το δόγμα περί υποταγής (subordinatio) του Υιού στο Θ. Πατέρα. Κατά τον Αθηναγόρα και την προς Διόγνητον επιστολή, η ψυχή του ανθρώπου είναι «φύσει» αθάνατη, ενώ, κατά τον Ιουστίνο και Τατιανό, «χάριτι». Οι Απολογητές εξαίρουν την ελευθερία βουλήσεως του ανθρώπου σε αντίθεση με τούς Γνωστικούς και τους Στωικούς. Ως προς τα Μυστήρια το μεν Βάπτισμα ονομάζεται «αναγέννησις» (Ιουστίνος) και «λουτρόν παλιγγενεσίας» (Θεόφιλος), ενώ η Θ. Ευχαριστία εκλαμβάνεται κυρίως ως θυσία (Ιουστίνος, Ειρηναίος).

Επιχειρηματολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χριστιανοί απολογητές του 2ου αιώνα υπερασπίστηκαν την Χριστιανοσύνη μέσω τεσσάρων θεμελιωδών επιχειρημάτων:

  1. Η επίδραση που ασκεί η Χριστιανοσύνη στην ηθική των ακολούθων της. Η χριστιανική ελεημοσύνη, η κοινοκτημοσύνη, η αυτάρκεια, η απομάκρυνση από το μίσος ήταν ορισμένα από τα ηθικά οφέλη που τονίζονταν.
  2. Οι προφητικές προβλέψεις που προέρχονται από τον Ιησού Χριστό και τους Προφήτες.
  3. Οι αποδείξεις από την αρχαιότητα. Δινόταν έμφαση στην συνοχή και την ενότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθιστώντας φανερό ότι ο Χριστιανισμός δεν ήταν μια νέα ή πρόσφατη θρησκεία αλλά μια θρησκεία που έφτανε ως τον Μωυσή, ο οποίος προηγήθηκε από τους Έλληνες ποιητές και σοφούς[εκκρεμεί παραπομπή].
  4. Τα θαύματα του Ιησού Χριστού. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε λιγότερο καθώς εκείνη την εποχή υπήρχε πληθώρα περιφερόμενων μάγων και ψευδόχριστων (ψευδομεσσίες), οι οποίοι εμφανίζονταν να εκτελούν θαύματα.

Αξιολόγηση του έργου των Απολογητών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απολογητές, που χαρακτηρίζονται «φιλοσοφούντες θεολόγοι»,[2] θεωρείται ότι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διάδοση του Χριστιανισμού. Κατά κύριο λόγο ασχολήθηκαν με τους διανοούμενους εθνικούς της εποχής τους, καθώς και οι ίδιοι ήταν διανοούμενοι. Η θεολογία που εκφράζουν δεν είναι πλήρης, καθώς «ενδιαφέρθησαν δι' όσα στοιχεία ήτο εύλογον ότι θα εγένοντο αποδεκτά από τους συνομιλητάς των, τα στοιχεία εκείνα τα οποία σήμερον θεωρούμεν ως περιεχόμενον της λεγομένης φυσικής θεολογίας».[3] Παρουσιάζουν μια «σύνθεση της ελληνικής φιλοσοφίας με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού»[4] καθώς χρησιμοποιούν την ελληνική φιλοσοφία για να υπερασπίσουν τη νέα θρησκεία.

  1. Πρβλ. Α. Θεοδώρου, Η Θεολογία του Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος και αι σχέσεις αυτής προς την ελληνικήν φιλοσοφίαν, εν Αθήναις 1960.
  2. Βλ. Αθανάσιου Δεληκωστόπουλου "Ελληνικός στοχασμός και χριστιανική διανόηση", σελ. 262.
  3. Βλ. Π.Χρήστου, ΘΗΕ τ. 6, στ. 256. Στο έργο του Αθανάσιου Δεληκωστόπουλου "Ελληνικός στοχασμός και χριστιανική διανόηση".
  4. Βλ. Ν. Λούβαρι, Ιστορία της Φιλοσοφίας, τ. Ι, σελ. 146-147.
  • Σάββας Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ αιώνα μ.Χ., Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.
  • Νικόλαος Τζιράκης, Απολογητές—Συμβολή στη σχέση των απολογιών με την αρχαία ελληνική γραμματεία, Αρμός, Αθήνα 2003.
  • New Catholic Encyclopedia 2nd ed., 2003, Τόμ. 1ος, λήμμα «Apologetics, History of».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]