triple

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 14:55, 24 Μαΐου 2017 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (διαγραφή των interwikis)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
triple triples

triple (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τριπλάσιος