triple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

triple (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (όχι πριν από το ουσιαστικό) τριπλάσιος, τριπλάσια
    ⮡  Kostas makes triple the pay of George.
    Ο Κώστας παίρνει τριπλάσιο μισθό από το Γιώργο.
    ⮡  Certain products cost triple compared to the year before last.
    Ορισμένα προϊόντα κοστίζουν τριπλάσια από πρόπερσι.
     συνώνυμα: three times as much



      ενικός         πληθυντικός  
triple triples

Επίθετο

[επεξεργασία]

triple (fr) αρσενικό ή θηλυκό