οργανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανικός η οργανική το οργανικό
      γενική του οργανικού της οργανικής του οργανικού
    αιτιατική τον οργανικό την οργανική το οργανικό
     κλητική οργανικέ οργανική οργανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανικοί οι οργανικές τα οργανικά
      γενική των οργανικών των οργανικών των οργανικών
    αιτιατική τους οργανικούς τις οργανικές τα οργανικά
     κλητική οργανικοί οργανικές οργανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οργανικός < αρχαία ελληνική ὄργανον

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

οργανικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται ή έχει σχέση με τα όργανα του σώματος
  2. Πρότυπο:χημ που περιέχει ή αναφέρεται στον άνθρακα
     αντώνυμα: ανόργανος
  3. Πρότυπο:μουσ που αποτελείται από μουσικά όργανα (χωρίς φωνητικά)
  4. που αποτελεί βασικό ή θεμελιώδες στοιχείο ενός συνόλου


Συγγενικά

→ δείτε τη λέξη  όργανο

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «οργανικοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'οργανικόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'οργανικός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «οργανικοσ».