οργανικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οργανικός < αρχαία ελληνική ὄργανον
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
οργανικός -ή -ό
- που αναφέρεται ή έχει σχέση με τα όργανα του σώματος
- Πρότυπο:χημ που περιέχει ή αναφέρεται στον άνθρακα
- Πρότυπο:μουσ που αποτελείται από μουσικά όργανα (χωρίς φωνητικά)
- που αποτελεί βασικό ή θεμελιώδες στοιχείο ενός συνόλου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη όργανο
Μεταφράσεις
οργανικός
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «οργανικοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'οργανικόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'οργανικός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «οργανικοσ».