φωνητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]φωνητικά < φωνητικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωνητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το μέρος ενός τραγουδιού όπου ακούγεται φωνή τραγουδιστή ή χορωδίας
- αν αφαιρεθούν τα φωνητικά, μένει μόνον η μουσική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωνητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φωνητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωνητικό