brain
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
brain | brains |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]brain (en)
- (ανατομία) ο εγκέφαλος
- ↪ An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
- Έγινε επέμβαση για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
- ↪ An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
- (πληθυντικός) τα μυαλά, το μυαλό ζώων που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους ως τροφή
- ↪ lamb brains - αρνίσια μυαλά
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μυαλό, η ικανότητα να μαθαίνω γρήγορα και να σκέφτομαι τα πράγματα με λογικό και έξυπνο τρόπο
- ↪ Use your brain!
- Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει!
- ↪ If you had any brains, you wouldn’t be in this mess.
- Αν είχες μυαλά δε θα βρισκόσουν σ΄ αυτά τα χάλια.
- ↪ Use your brain!
- (ανεπίσημο) το μυαλό, έξυπνος άνθρωπος
- ↪ He’s a big brain.
- Είναι κάποιος μεγάλο μυαλό.
- ↪ He’s a big brain.
- (the brains, ενικός) ο εγκέφαλος, το μυαλό, το πιο έξυπνο άτομο σε μια συγκεκριμένη ομάδα· το άτομο που είναι υπεύθυνο να σκεφτεί και να οργανώσει κάτι
- ↪ He is the brains of the company.
- Είναι ο εγκέφαλος της εταιρείας.
- ↪ He was the brains behind the plot.
- Ήταν το μυαλό της συνωμοσίας.
- ↪ He is the brains of the company.