Δόση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δόση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δόση < γενική ενικού του αρσενικού Δόσης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δό‐ση

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δόση θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Δόση αρσενικό