Ζωγράφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ζωγραφώ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ζωγράφω οι Ζωγράφες
      γενική της Ζωγράφως των Ζωγράφων
    αιτιατική τη Ζωγράφω τις Ζωγράφες
     κλητική Ζωγράφω Ζωγράφες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ζωγράφω < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζω‐γρά‐φω

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ζωγράφω θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]