Λιχτενστάιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λιχτενστάιν < (άμεσο δάνειο) γερμανική Liechtenstein < Liechten (φώτα) + Stein (πέτρα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlix.ten.stai̯n/
ΔΦΑ : /ˈlɪçtn̩ˌʃtaɪ̯n/ γερμανική προφορά

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λιχτενστάιν ουδέτερο άκλιτο