Τσετσένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσετσένος οι Τσετσένοι
      γενική του Τσετσένου των Τσετσένων
    αιτιατική τον Τσετσένο τους Τσετσένους
     κλητική Τσετσένε Τσετσένοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τσετσένος < Τσετσεν(ία) + -ος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡seˈt͡se.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσε‐τσέ‐νος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Τσετσένος αρσενικό (θηλυκό Τσετσένα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]