αιθανόλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιθανόλη οι αιθανόλες
      γενική της αιθανόλης των αιθανολών
    αιτιατική την αιθανόλη τις αιθανόλες
     κλητική αιθανόλη αιθανόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιθανόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethanol < ethyl (αιθύλιο) + alcohol (αλκοόλ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αιθανόλη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]