ακαρδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακαρδία | οι | ακαρδίες |
γενική | της | ακαρδίας | των | ακαρδιών |
αιτιατική | την | ακαρδία | τις | ακαρδίες |
κλητική | ακαρδία | ακαρδίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acardie.[1] Δείτε τη υστερολατινική acardia (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < a- στερητικό + -cardia < αρχαία ελληνική ἀ- + καρδία. Μορφολογικά αναλύεται σε α- + καρδ(ιά) + -ία. Δείτε και το μεσαιωνικό ἀκαρδία.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kaɾˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐καρ‐δί‐α
- παρώνυμο: Αρκαδία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακαρδία θηλυκό
- (ιατρική) η έλλειψη καρδιάς σε νεογνό
- (μεταφορικά) έλλειψη γενναιότητας[2]
- ≈ συνώνυμα: δειλία, ακαρδοσύνη, ατολμία
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις άκαρδος και καρδιά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαρδία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ακαρδία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -καρδία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)