αλλοτροπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλοτροπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική allotropie < αρχαία ελληνική ἄλλος + τρόπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλλοτροπία θηλυκό
- η ιδιότητα ορισμένων χημικών στοιχείων να υπάρχουν σε μορφές με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες, όπως ο άνθρακας υπάρχει και σαν διαμάντι και σαν γραφίτης
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αλλοτροπισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλλοτροπία
|