ανακύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακύπτω < αρχαία ελληνική ἀνακύπτω < ἀνά + κύπτω
Ρήμα
[επεξεργασία]ανακύπτω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακύπτω | ανέκυπτα | θα ανακύπτω | να ανακύπτω | ανακύπτοντας | |
β' ενικ. | ανακύπτεις | ανέκυπτες | θα ανακύπτεις | να ανακύπτεις | ανάκυπτε | |
γ' ενικ. | ανακύπτει | ανέκυπτε | θα ανακύπτει | να ανακύπτει | ||
α' πληθ. | ανακύπτουμε | ανακύπταμε | θα ανακύπτουμε | να ανακύπτουμε | ||
β' πληθ. | ανακύπτετε | ανακύπτατε | θα ανακύπτετε | να ανακύπτετε | ανακύπτετε | |
γ' πληθ. | ανακύπτουν(ε) | ανέκυπταν ανακύπταν(ε) |
θα ανακύπτουν(ε) | να ανακύπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέκυψα | θα ανακύψω | να ανακύψω | ανακύψει | ||
β' ενικ. | ανέκυψες | θα ανακύψεις | να ανακύψεις | ανάκυψε | ||
γ' ενικ. | ανέκυψε | θα ανακύψει | να ανακύψει | |||
α' πληθ. | ανακύψαμε | θα ανακύψουμε | να ανακύψουμε | |||
β' πληθ. | ανακύψατε | θα ανακύψετε | να ανακύψετε | ανακύψτε | ||
γ' πληθ. | ανέκυψαν ανακύψαν(ε) |
θα ανακύψουν(ε) | να ανακύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακύψει | είχα ανακύψει | θα έχω ανακύψει | να έχω ανακύψει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακύψει | είχες ανακύψει | θα έχεις ανακύψει | να έχεις ανακύψει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακύψει | είχε ανακύψει | θα έχει ανακύψει | να έχει ανακύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακύψει | είχαμε ανακύψει | θα έχουμε ανακύψει | να έχουμε ανακύψει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακύψει | είχατε ανακύψει | θα έχετε ανακύψει | να έχετε ανακύψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακύψει | είχαν ανακύψει | θα έχουν ανακύψει | να έχουν ανακύψει |
|