αναντρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναντρία οι αναντρίες
      γενική της αναντρίας
    αιτιατική την αναντρία τις αναντρίες
     κλητική αναντρία αναντρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναντρία < ανανδρία (κατά το άνδρας-άντρας)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναντρία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]