ανοσοφαρμακολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοσοφαρμακολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική immunopharmacology < immune + pharmacology, μορφολογικά αναλύεται άνοσο(ς) + φάρμακο + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανοσοφαρμακολογία θηλυκό
- η επιστήμη που ερευνά κυρίως τα σκευάσματα τα οποία επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα προκαλώντας σε αυτό είτε ανοσοκαταστολή είτε διέγερση είτε ανοσοτροποποίηση, όπως π.χ. τα εμβόλια, η κορτιζόνη, τα ειδικά σκευάσματα που χορηγούνται σε μεταμοσχευμένους ασθενείς κ.α.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοσοφαρμακολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)