αντιποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιποιητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antipoétique < αντι- + αρχαία ελληνική ποιητικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιποιητικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιποιητικός
|