απλογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική haplography < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + γράφω [1]
- για τη λογιστική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική single-entry
- Μορφολογικά αναλύεται σε απλο- + -γραφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απλογραφία θηλυκό
- (λογιστική) μέθοδος τήρησης λογιστικών βιβλίων με απλή χρονολογική καταγραφή των οικονομικών στοιχείων και πράξεων
- ≠ αντώνυμα: διπλογραφία
- → δείτε τη λέξη απλογραφικός
- (φιλολογία) η αντιγραφή κάποιων στοιχείων ενός κειμένου ή χειρογράφου μία φορά από κάποιον αντιγραφέα, ενώ θα έπρεπε να γραφούν δύο φορές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απλογράφηση (απλοποιημένη γραφή)
- απλογραφικός
→ και δείτε τις λέξεις απλός και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλογραφία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απλογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογιστική (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)