αποτελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποτελῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποτελώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτελῶ, συνηρημένος τύπος του ἀποτελέω < ἀπό + τελέω / τελῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.po.teˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τε‐λώ

αποτελώ, αόρ.: αποτέλεσα, παθ.φωνή: αποτελούμαι, π.αόρ.: αποτελέστηκα

  1. είμαι μέρος ή μέλος ενός συνόλου
     συνώνυμα: απαρτίζω, συγκροτώ, συνιστώ
  2. είμαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αποτέλεσμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]