ασυλλόγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυλλόγιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀσυλλόγιστος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (συλλογίζομαι) συλλογισ- + -τος < συλ- (σύν) + λογίζομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.siˈlo.ʝi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συλ‐λό‐γι‐στος
Επίθετο
[επεξεργασία]ασυλλόγιστος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) απερίσκεπτος, αστόχαστος, επιπόλαιος
- (για πράξεις) που γίνεται χωρίς περίσκεψη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασυλλογισιά
- ασυλλόγιστα (επίρρημα)
- συλλογισμένος
- συλλογισμός
- συλλογιστικός
→ και δείτε τις λέξεις συλλογίζομαι και λόγος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυλλόγιστος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ασυλλόγιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συλ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)