βάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelH-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάλ‐λω

βάλλω, πρτ.: έβαλλα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, παθ.φωνή: βάλλομαι, π.αόρ.: βλήθηκα, μτχ.π.π.: βεβλημένος

  1. εκτελώ βολή, ρίχνω ένα βλήμα
    ※  Η Νότια Κορέα ανακοίνωσε ότι πραγματοποιούσε συνηθισμένες στρατιωτικές ασκήσεις στα ανοικτά της δυτικής ακτής όταν η Βόρεια Κορέα αρχίσει να βάλλει με δεκάδες οβίδες, όμως επισήμανε πως τα νοτιοκορεατικά πυρά κατά τα γυμνάσια δεν ήταν προς την κατεύθυνση του βορρά. (εφημερίδα Καθημερινή, 23 Νοεμβρίου 2010)
  2. (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, του αποδίδω μομφή
    ※  Σε ανακοίνωσή του το σωματείο των ηλεκτροδηγών στο Μετρό βάλλει κατά της Διοίκησης της ΑΜΕΛ επισημαίνοντας πως δεν είχε εξαγγελθεί 24ωρη απεργία. (εφημερίδα Τα Νέα, 4 Ιανουαρίου 2011)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βάλλω   βάλλομαι 
Παρατατικός  ἔβαλλον   ἐβαλλόμην 
Μέλλοντας  βαλῶ   βαλοῦμαι, βληθήσομαι 
Αόριστος  ἔβαλον   ἐβαλόμην, ἐβλήθην 
Παρακείμενος  βέβληκα   βέβλημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐβεβλήκειν   ἐβεβλήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷl̥-ne-h₁- *βάλ-jω μεταπτωτική βαθμίδα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelH- ‎(ρίχνω, πετάω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)

βάλλω

  1. ρίχνω
  2. αφήνω να πέσει
  3. τοποθετώ
  4. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι
  5. δημιουργώ, βάζω τα θεμέλια

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]