βαριατρική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαριατρική | οι | βαριατρικές |
γενική | της | βαριατρικής | των | βαριατρικών |
αιτιατική | τη | βαριατρική | τις | βαριατρικές |
κλητική | βαριατρική | βαριατρικές | ||
Σύνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαριατρική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bariatric < αρχαία ελληνική βαρύς + ἰατρική < ἰατρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαριατρική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) (νεολογισμός) σύγχρονος ιατρικός κλάδος που ασχολείται με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας με τη συμβολή πολλών ιατρικών ειδικοτήτων (ενδοκρινολογία, ψυχολογία, διατροφολογία, χειρουργική κ.ά.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)