βιοσύνθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοσύνθεση | οι | βιοσυνθέσεις |
γενική | της | βιοσύνθεσης* | των | βιοσυνθέσεων |
αιτιατική | τη | βιοσύνθεση | τις | βιοσυνθέσεις |
κλητική | βιοσύνθεση | βιοσυνθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιοσυνθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιοσύνθεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biosynthesis < αρχαία ελληνική βίος + σύνθεσις < συντίθημι < τίθημι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιοσύνθεση θηλυκό
- (βιοχημεία) η δημιουργία οργανικών ενώσεων μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιοσύνθεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)