βιτρίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιτρίνα | οι | βιτρίνες |
γενική | της | βιτρίνας | των | βιτρινών |
αιτιατική | τη | βιτρίνα | τις | βιτρίνες |
κλητική | βιτρίνα | βιτρίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιτρίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική vitrine < vitre < λατινική vitrum < πρωτοϊταλική *wedro- (γυαλί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wed-ro- (σαν νερό) < *wódr̥ (νερό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιτρίνα θηλυκό
- η προθήκη καταστήματος όπου τοποθετούνται επιλεγμένα εμπορεύματα πίσω από τζάμι, ώστε να είναι ορατά από το δρόμο
- (μεταφορικά) η εξωτερική όψη ενός πράγματος που είναι προσεκτικά επιμελημένη, ώστε να δίνεται καλή εντύπωση στους άλλους
- διατηρεί πολύ προσεκτικά τη βιτρίνα του έντιμου ανθρώπου και καλού οικογενειάρχη, αλλά αν ήξερε ο κόσμος τι κουμάσι είναι!
- έπιπλο της τραπεζαρίας με τζάμι για τη φύλαξη των πιατικών, σερβίτσιων, γυαλικών κ.ά.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βιτρινούλα
- → δείτε τις λέξεις βιτριόλι και βιτρό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιτρίνα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)