γκλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκλίτσα οι γκλίτσες
      γενική της γκλίτσας
    αιτιατική την γκλίτσα τις γκλίτσες
     κλητική γκλίτσα γκλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκλίτσα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης кључ / ključ[1] (kʎûːtʃ: κλειδί, γάντζος) < πρωτοσλαβική *ključь < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us
Υπάρχει και η άποψη: < αγκυλίτσα (αποβολή του αρχικού α) < αρχαία ελληνική ἀγκύλος [2][3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɡli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκλί‐τσα
παρώνυμο: γλίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκλίτσα θηλυκό

  1. το μπαστούνι του βοσκού, μακρύ ξύλινο ραβδί, κυρτό στο πάνω μέρος, που χρησιμεύει σε πολλά, κυρίως όμως για να πιάνονται τα ζώα από τα πόδια, ώστε να διευκολύνεται το άρμεγμα ή και σε άλλες περιπτώσεις
    ※  Άγγελος Σικελιανός, Δελφικός Λόγος Ι, (απόσπασμα), (1927)
    σαν ο βοσκός που απ’ αγρυπνιά, πα στα γκρεμά γλαρώνει,
    κι ορθός, πάνω στην ίδια του την γκλίτσα αποκαρώνει,
    κι αναλογιέται μονομιά μες στο βαθύ σκοτάδι
    πως είναι μέρα, κι όλο του χωρίζει το κοπάδι·
  2. (γενικότερα) (σπάνιο) το μπαστούνι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Χαράλαμπος Χαρίσης, Μία νέα ετυμολογία της (αγ)κλίτσας, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 2018, 37
  2. γκλίτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.