γυπαετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυπαετός | οι | γυπαετοί |
γενική | του | γυπαετού | των | γυπαετών |
αιτιατική | τον | γυπαετό | τους | γυπαετούς |
κλητική | γυπαετέ | γυπαετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυπαετός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gypaète < αρχαία ελληνική γύψ + ἀετός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυπαετός αρσενικό
- (πτηνό) είδος μεγάλου αρπακτικού πουλιού
- (μειωτικά) ο άντρας που έχει τη συνήθεια να πλησιάζει και να γνωρίζει επανειλημμένα γυναίκες με μοναδικό στόχο τη σεξουαλική συνεύρεση, ο πέφτουλας. Η λέξη προέρχεται από την υποτιθέμενη συνήθειά του να εντοπίζει σαν γυπαετός από κάποιο υπερυψωμένο μέρος πιθανά "θηράματα" και στη συνέχεια να "εφορμεί". Παρά τον μειωτικό χαρακτήρα της, η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως περιπαιχτικά μεταξύ φίλων.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γυπαετός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυπαετός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)