γόρδιος δεσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γόρδιος δεσμός | οι | γόρδιοι δεσμοί |
γενική | του | γόρδιου δεσμού | των | γόρδιων δεσμών |
αιτιατική | τον | γόρδιο δεσμό | τους | γόρδιους δεσμούς |
κλητική | γόρδιε δεσμέ | γόρδιοι δεσμοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γόρδιος δεσμός < γόρδιος (→ δείτε αρχαία ελληνική Γόρδιον) & δεσμός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Gordischer Knoten
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]γόρδιος δεσμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) περίπλοκος κόμπος από φλοιό κρανιάς που έδενε το άρμα του Γόρδιου, πατέρα του Μίδα και αρχαίου βασιλιά της Φρυγίας, σε κολόνα στον ναό του Δία στην πόλη Γόρδιο και που έκοψε ο Αλέξανδρος ο Μέγας
- (μεταφορικά) δύσκολο και δυσεπίλυτο πρόβλημα (που ενίοτε έχει μια απλή λύση)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γόρδιος δεσμός
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)