δασοπόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δασοπόνος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ασχολείται με τη δασοπονία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δασοπόνος
|