δολιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολιότητα οι δολιότητες
      γενική της δολιότητας των δολιοτήτων
    αιτιατική τη δολιότητα τις δολιότητες
     κλητική δολιότητα δολιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δολιότητα < δόλιος + -τητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δολιότητα θηλυκό χωρίς πληθυντικό

  • η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό του δόλιου ανθρώπου ή των πράξεών του


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]