δολιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δολιότητα < δόλιος + -τητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δολιότητα θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό του δόλιου ανθρώπου ή των πράξεών του