δραματογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δραματογράφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δραματογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο/η θεατρικός συγγραφέας, αυτός που γράφει δράματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δραματογράφος
|