δυσοίωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈsi.o.nos/
Επίθετο
[επεξεργασία]δυσοίωνος, -η, -ο
- που προμηνύει κάτι κακό
- τα σημάδια της αρρώστιας ήταν δυσοίωνα και οι προβλέψεις του γιατρού ήταν απαισιόδοξες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]και