εγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐγώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γώ
- ⓘ
Αντωνυμία
[επεξεργασία]εγώ
- (προσωπική αντωνυμία) εκφράζει το πρόσωπο το οποίο μιλά
- ⮡ Εγώ σου είπα τι πιστεύω. Εσύ κάνε όπως νομίζεις.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Για τον τονισμό των αδύνατων τύπων της αντωνυμίας, δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο και #εγκλιτικά
Κλίση
[επεξεργασία]Προσωπικές αντωνυμίες | |||||
---|---|---|---|---|---|
Α' πρόσωπο | Β' πρόσωπο | Γ' πρόσωπο | |||
ενικός | |||||
Πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||
ονομαστική | εγώ | εσύ | αυτός & τος | αυτή & τη | αυτό & το |
γενική | εμένα & (εμού) & μου | εσένα & σου | αυτού & του | αυτής & της | αυτού & του |
αιτιατική | εμένα & με | εσένα & σε | αυτόν & τον | αυτή(ν) & τη(ν) | αυτό & το |
κλητική | - | εσύ | - | - | - |
πληθυντικός | |||||
ονομαστική | εμείς | εσείς | αυτοί & τοι | αυτές & τες | αυτά & τα |
γενική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτών & τους | αυτών & τους | αυτών & τους |
αιτιατική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτούς & τους | αυτές & τες/τις | αυτά & τα |
κλητική | - | εσείς | - | - | - |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωπική αντωνυμία
ουσιαστικό
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγώ ουδέτερο άκλιτο
- ο εαυτός μου, το είναι μου, η συνείδησή μου
- ⮡ το εγώ του ανθρώπου έχει μελετηθεί από τη φιλοσοφία και την ψυχολογία
- ο εγωισμός
- ⮡ έχει ένα εγώ πολύ ανεπτυγμένο
- (ψυχολογία) το Εγώ
- ⮡ το Εγώ λύνει τις συγκρούσεις με το Αυτό και το Υπερεγώ με τη βοήθεια ασυνείδητων αμυντικών ψυχικών μηχανισμών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το άλλο εγώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσωπικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)