εκχώρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκχώρηση | οι | εκχωρήσεις |
γενική | της | εκχώρησης* | των | εκχωρήσεων |
αιτιατική | την | εκχώρηση | τις | εκχωρήσεις |
κλητική | εκχώρηση | εκχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκχώρηση < ελληνιστική κοινή ἐκχώρησις < αρχαία ελληνική ἐκχωρέω / ἐκχωρῶ < χωρέω / χωρῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκχώρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκχωρώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκχώρηση