ελαφρώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελαφρώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλαφρῶς < αρχαία ελληνική ἐλαφρός. Συγχρονικά αναλύεται σε ελαφρ(ός) + -ώς.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.laˈfɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λα‐φρώς
- ομόηχο: ελαφρός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ελαφρώς
Πηγές
[επεξεργασία]- ελαφρός (& ελαφρώς) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)