επίστεγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίστεγο | τα | επίστεγα |
γενική | του | επίστεγου | των | επίστεγων |
αιτιατική | το | επίστεγο | τα | επίστεγα |
κλητική | επίστεγο | επίστεγα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίστεγο ουδέτερο
- το τελευταίο τμήμα, ή υπερκείμενο μεγάλου στεγάσματος
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η πρυμναία υπερκατασκευή πλοίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίστεγο
|